Τουλάχιστον 19 άτομα σκοτώθηκαν σε ενέδρα τζιχαντιστών της Σεμπάμπ («Νεολαία») στην κεντρική Σομαλία, νέα πολυαίμακτη ενέργεια δύο εβδομάδες μετά τη θεαματική έφοδο μελών της εξτρεμιστικής οργάνωσης που είχε στόχο ξενοδοχείο στην πρωτεύουσα Μογκαντίσου.

Σύμφωνα με φύλαρχους και τοπικούς αξιωματούχους που μίλησαν στο Γαλλικό Πρακτορείο, μέλη της Σεμπάμπ σταμάτησαν τουλάχιστον 8 αυτοκίνητα —μικρά λεωφορεία και φορτηγά— που κινούνταν στον οδικό άξονα ο οποίος συνδέει τις πόλεις Μπαλαντουένε και Μαχάς. Τα συγκέντρωσαν, σκότωσαν τους επιβαίνοντες σε αυτά και πυρπόλησαν τα οχήματα στο ύψος του χωριού Αφάρ-Ιρντόντ.

«Οι τρομοκράτες σφαγίασαν αθώους άμαχους που ταξίδευαν (…) την περασμένη νύχτα. Δεν έχουμε ακόμη ακριβή αριθμό των θυμάτων, πάντως έχουν συγκεντρωθεί 19 πτώματα. Οι δράστες απήγαγαν πολλούς ακόμη ανθρώπους, η τύχη των οποίων παραμένει άγνωστη», είπε ο Αμπντουλάχι Χαρέντ, φύλαρχος στην Μπαλαντουένε.

Σύμφωνα με τον περιφερειάρχη της Χιράν, όπου έγινε η επίθεση, μέλη της Σεμπάμπ σταμάτησαν αυτοκίνητα που έφευγαν από τη Μπαλαντουένε και άλλα που κινούνταν προς αυτήν.

«Σφαγίασαν αθώους αμάχους αφού σταμάτησαν τα οχήματα (…). Τα πτώματα ακόμη συγκεντρώνονται, ανάμεσά τους υπάρχουν γυναίκες και παιδιά. Μπορεί να είναι πάνω από είκοσι», είπε ο Αλί Τζέιτε σε δημοσιογράφους.

Σε ανακοίνωση Τύπου που δόθηκε στη δημοσιότητα από τις υπηρεσίες του χθες Σάββατο το βράδυ, ο πρόεδρος Χασάν Σέιχ Μοχάμουντ καταδίκασε τις «δολοφονίες αθώων αμάχων».

«Η κυβέρνηση δεν θα φεισθεί καμιάς προσπάθειας στον αγώνα εναντίον της τρομοκρατίας», διαβεβαίωσε ο αρχηγός το κράτους.

Αντίποινα

Η Σεμπάμπ ανέφερε σε δική της ανακοίνωση ότι έβαλε στο στόχαστρο μαχητές μιας φυλής, που πρόσφατα βοήθησαν τις κυβερνητικές δυνάμεις να πολεμήσει τους άνδρες της.

Πρόσθεσε ότι μέλη της «σκότωσαν 20 παραστρατιωτικούς» και «ανθρώπους που μετέφεραν υλικό γι’ αυτούς» και ότι κατέστρεψε «οκτώ από τα αυτοκίνητά τους».

Στα τέλη Αυγούστου, οι δυνάμεις ασφαλείας και ντόπιοι παραστρατιωτικοί απέσπασαν από τη Σεμπάμπ αρκετά χωριά στην περιοχή.

Η Σεμπάμπ, οργάνωση που ορκίζεται πίστη στην Αλ Κάιντα, διεξάγει από το 2007 ανταρτοπόλεμο εναντίον της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, η οποία στηρίζεται από τη διεθνή κοινότητα. Οι πολεμιστές της διώχτηκαν από τις κυριότερες πόλεις της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της Μογκαντίσου το 2011, αλλά παραμένουν ριζωμένοι σε αχανείς περιοχές της επαρχίας και εξακολουθούν να εγείρουν απειλή πρώτης τάξης για τις αρχές.

Ο Αλί Γκουντλάουε, ο πρόεδρος της πολιτείας Χιρσαμπέλ, όπου έγινε η επίθεση, εξέφρασε τα συλλυπητήριά τους στους συγγενείς των θυμάτων και υποσχέθηκε σε ανακοίνωση Τύπου που δημοσιοποίησε ότι «οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις (σ.σ.: εναντίον της Σεμπάμπ) θα συνεχιστούν».

Ο ομόλογός του της πολιτείας Τζούμπαλαντ, ο Άχμεντ Μαντόμπε, κάλεσε τους Σομαλούς να «μην αποθαρρύνονται» και να «ενωθούν για να δώσουν μάχη και να απελευθερώσουν τη χώρα».

«Ολοκληρωτικός πόλεμος»

Μετά την εκλογή του τη 15η Μαΐου, ο Χασάν Σέιχ Μοχάμουντ έχει βρεθεί αντιμέτωπος με κλιμάκωση της δράσης της Σεμπάμπ.

Έπειτα από την αιματηρή επίθεση πριν από δύο εβδομάδες στο ξενοδοχείο Χαγιάτ της Μογκαντίσου —με τον απολογισμό των θυμάτων να φθάνει τους τουλάχιστον 21 νεκρούς και τους 117 τραυματίες στην έφοδο, που διήρκεσε κάπου τριάντα ώρες—, ο αρχηγός του κράτους υποσχέθηκε «ολοκληρωτικό πόλεμο» για να εξαλειφθεί η τζιχαντιστική οργάνωση.

Σύμμαχοι της κυβέρνησης της Σομαλίας, ιδίως οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Τουρκία, καθώς και ο ΟΗΕ, είχαν καταδικάσει με έντονο τρόπο την ενέργεια.

Η επίθεση εκείνη διαπράχθηκε σε «κρίσιμη στιγμή» για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, που ανέλαβε την εξουσία στις αρχές Αυγούστου, κι είχε «ξεκάθαρα» στόχο να «αυξήσει την πίεση ενώ η κατάσταση ήταν ήδη τεταμένη» μετά τις εκλογές, είχε κρίνει η διπλωματία της ΕΕ.

Την επομένη της εκλογής του Χασάν Σέιχ Μοχάμουντ, ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε την απόφασή του να αποκατασταθεί η στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στη χώρα στο Κέρας της Αφρικής, για να προσφερθεί βοήθεια στις επιχειρήσεις της Σεμπάμπ. Ακύρωσε έτσι την απόφαση του προκατόχου του, του Ρεπουμπλικάνου Ντόναλντ Τραμπ, να αποσυρθεί το μεγαλύτερο μέρος των αμερικανικών δυνάμεων που είχε αναπτυχθεί εκεί, στα τέλη της θητείας του.