Δεν χωρά αμφιβολία ότι η εισαγωγή του όρου της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (Α.Ο.Ζ.) στην διεθνή πολιτική και νομική πραγματικότητα διευθέτησε σημαντικές εκκρεμότητες ως προς το περιεχόμενο των κυριαρχικών δικαιωμάτων που ασκεί κάθε κράτος στην εγγύς θαλάσσια περιοχή του, αλλά και την έκταση αυτής.
γράφει ο Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος*
Η Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας ξεκαθαρίζει μία σειρά δικαιωμάτων, που συνδυαστικά με την υφαλοκρηπίδα, συμπεριλαμβάνουν την αλιεία, αλλά και την αξιοποίηση τυχόν υδρογονανθράκων. Μέρος του εθιμικού δικαίου, άρα υποχρεωτικής εφαρμογής για όλα τα κράτη – ακόμη και για την Τουρκία που δεν την έχει υπογράψει, η Σύμβαση προβλέπει ρητά ότι τα νησιά έχουν τόσο υφαλοκρηπίδα όσο και ΑΟΖ.
Η παραπάνω σύμβαση λοιπόν προβλέπει το αυτονόητο, ότι ανάμεσα από δύο ελληνικά νησιά στο Αιγαίο θα μπορεί να ψαρεύει ο Έλληνας και όχι ο Τούρκος ψαράς, αλλά και κάθε φυσικός πόρος στο υπέδαφος υφαλοκρηπίδας οποιουδήποτε νησιού του Αιγαίου, ανήκει στη χώρα κυριότητας αυτού.
Η εφαρμογή της Σύμβασης από την Κυπριακή Δημοκρατία συνοδεύτηκε την τελευταία δεκαετία από προσπάθειες πειρατείας της Τουρκίας, η οποία συνειδητοποίησε ότι δεν έχει σημαντικές ΑΟΖ στο αιγαίο και την Μεσόγειο λόγω της παρουσίας των ελληνικών νησιών και της Κύπρου.
Με το αφήγημα της διχοτόμησης της μεγαλονήσου, η Άγκυρα δεν αναγνωρίζει τις Κυπριακές ΑΟΖ, ενώ ταυτόχρονα αμφισβητεί το δικαίωμα των ελληνικών νησιών του αιγαίου σε αοζ και υφαλοκρηπίδα.
Η διεθνής συνομολόγηση για το αυτονόητο δικαίωμα των ελληνικών νησιών στις θαλάσσιες ζώνες και η μετατροπή από την Κυβέρνηση Μητσοτάκη του δόγματος κατευνασμού σε αποτροπής, έστρεψε την Τουρκία σε άκρως επιθετικά και επικίνδυνα μονοπάτια.
Μετά την ουσιαστική ακύρωση του παράνομου Τουρκο-λιβυκού μνημονίου από το αντίστοιχο Ελληνο-Αιγυπτιακό, η Άγκυρα θέτει πλέον σε αμφισβήτηση την κυριότητα μεγάλου αριθμού ελληνικών νησιών διότι παραβιάζει δήθεν η Ελλάδα όρους παραχώρησης τους και πιο συγκεκριμένα την πρόβλεψη αποστρατικοποίησης.
Αντιλαμβανόμενη η Τουρκία ότι δύσκολα θα καταφέρει να αποστερήσει τα ελληνικά νησιά από το δικαίωμα υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, έφτασε σε σημείο να αμφισβητεί ότι αυτά ανήκουν στην Ελλάδα.
Για να αντιληφθούμε το μέγεθος της απειλής, οι Τούρκοι αμφισβητούν την ελληνικότητα πλήθος νησιών, όπως η Λήμνος, η Σαμοθράκη, η Μυτιλήνη, η Χίος, η Σάμος, η Ικαρία και το σύνολο των Δωδεκανήσων.
Γνωρίζοντας ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα αποδεχτεί τον παραλογισμό των γειτόνων για αποστρατικοποίηση και αμφισβήτηση της κυριότητας, απειλούν πλέον ανοικτά με δράση.
Μόλις πριν δύο ημέρες ο Τούρκος Υπουργός εξωτερικών ανέφερε ότι “αν δεν συμμορφωθεί με αυτό το θέμα, εμείς αυτό θα το προχωρήσουμε περαιτέρω … και δεν μπλοφάρουμε…”, απειλώντας ανοικτά την Ελλάδα. Η τουρκική πολιτική ηγεσία ελπίζει να αναγκάσει την Ελλάδα να υποχωρήσει από τις θέσεις της, φοβούμενη την κλιμάκωση πιθανού εξελισσόμενου θερμού επεισοδίου.
Την ίδια στιγμή ο Τούρκος Πρόεδρος ψάχνει απεγνωσμένα αφήγημα για τις επικείμενες εκλογές, αντιμετωπίζοντας τα χειρότερα δημοσκοπικά ποσοστά από την έναρξη της πολιτικής του καριέρας και τεράστιες προκλήσεις στην οικονομία και τις σχέσεις του με τη Δύση. Οι εικόνες δε, που μεταδόθηκαν από την Αμερικανική πρωτεύουσα, με σύσσωμο το Κογκρέσο να καταχειροκροτεί τον Έλληνα πρωθυπουργό στην αναφορά του στο κυπριακό πρόβλημα, ήταν ιδιαίτερα προβληματικές για το εκλογικό σώμα του Ταγίπ Ενρτογάν.
Το πλαίσιο λοιπόν που έχει διαμορφωθεί από την Τουρκία δημιουργεί δυναμικές σύγκρουσης και η περίοδος που διανύουμε, μέχρι και την διευθέτηση των πολιτικών εξελίξεων στη γειτονική χώρα, είναι επίφοβη για την δημιουργία θερμών καταστάσεων από την Άγκυρα και τον λαβωμένο Τούρκο πρόεδρο.
Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να συνεχίσει την ενίσχυση της αποτρεπτικής δύναμης της χώρας, χτίζοντας ταυτόχρονα τις κατάλληλες συμμαχίες με χώρες, τα συμφέροντα των οποίων ταυτίζονται με τα δικά μας, όπως για παράδειγμα της Γαλλίας.
Πιθανά να κληθεί η πολιτεία να λύσει τον δύσκολο γρίφο της προάσπισης της κυριαρχίας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, χωρίς όμως να ρίξει νερό στον μύλο της έντασης που ενσυνείδητα χτίζει η Τουρκία, προκειμένου να ενορχηστρώσει ένα διάλογο επί των παράλογων διεκδικήσεων της.
*Ο Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος είναι διεθνολόγος