Η Ρωσία είναι αχανής χώρα, απέραντη. Εκτείνεται σε πάνω από 17 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα. Κανένα άλλο κράτος στον κόσμο δεν είναι τόσο μεγάλο. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι διαθέτει έντεκα ζώνες ώρες και πως για να τη διασχίσεις από το ένα άκρο μέχρι το άλλο, απαιτούνται έξι ημέρες με το τρένο.
Η ρωσική κυβέρνηση καλείται κάθε φορά να λαμβάνει υπόψη της αυτές τις αποστάσεις και τις διαφορές, για να διαμορφώνει ανάλογη πολιτική. Εδώ και αρκετούς αιώνες η ηγεσία της έχει τον νου προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά εστιάζει περισσότερο στα δυτικά.
Αιχμάλωτοι της Γεωγραφίας
Αρκετοί ξένοι ηγέτες, όπως προκύπτει από τις δηλώσεις τους τις τελευταίες εβδομάδες, δυσκολεύονται να ερμηνεύσουν επακριβώς τις επιδιώξεις και τις κινήσεις του προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας Βλαντιμίρ Πούτιν μετά την εισβολή την Ουκρανία που κορυφώνεται όπως όλα δείχνουν αυτές τις ημέρες (παρεμπιπτόντως η Ρωσία δεν έχει κηρύξει επισήμως τον πόλεμο στη γειτονική της χώρα, καθώς κάνει λόγο για… «ειδική στρατιωτική επιχείρηση).
Για να αποκρυπτογραφηθούν οι κινήσεις του Πούτιν, ίσως θα πρέπει να ρίξουμε μια ματιά στον χάρτη. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο διπλωματικός συντάκτης του Sky News και αυθεντία στις διεθνείς σχέσεις Tim Marshall, η γεωγραφία είναι αυτή που μας δίνει τις απαντήσεις.
Ο Βρετανός δημοσιογράφος είχε γράψει πριν από λίγα χρόνια το πολυδιαβασμένο βιβλίο «Prisoners of Geography» που κυκλοφορεί μεταφρασμένο και στα ελληνικά υπό τον τίτλο «Αιχμάλωτοι της Γεωγραφίας» (εκδόσεις Διόπτρα). Σε αυτό εξηγούνται πολλά από αυτά που συμβαίνουν σήμερα. Ο πόλεμος που ξέσπασε στις 24 Φεβρουαρίου, φάνταζε σχεδόν αναπόφευκτος.
Αιτία πολέμου το φλερτ με τη Δύση για Γεωργία, Ουκρανία και Μολδαβία
Στο κεφάλαιο για τη Ρωσία, ο Marsall που έχει καλύψει ως ανταποκριτής 12 στρατιωτικές συρράξεις ανά τον κόσμο, σημειώνει προφητικά πως αυτή τη στιγμή «[…] υπάρχουν φιλοδυτικές χώρες του πάλαι ποτέ Συμφώνου της Βαρσοβίας, που πλέον ανήκουν στο ΝΑΤΟ και/ή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως η Πολωνία, οι Βαλτικές Χώρες (σ.σ. Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία), η Ρουμανία, κ.α.
Δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι αυτές, υπέφεραν τα μέγιστα υπό την σοβιετική τυραννία. Πρόσθεσε σε αυτές την Γεωργία, την Ουκρανία και την Μολδαβία, οι οποίες θα επιθυμούσαν να προχωρήσουν και στους δύο αυτούς οργανισμούς, αλλά κρατιούνται σε απόσταση λόγω της γεωγραφικής τους εγγύτητας με τη Ρωσία και επειδή όλες έχουν ρωσικά στρατεύματα ή φιλορωσικές παραστρατιωτικές οργανώσεις στο έδαφός τους. Η προσχώρηση στο ΝΑΤΟ οποιασδήποτε εκ των τριών θα μπορούσε να προκαλέσει πόλεμο»!
Οι μεγάλες αδυναμίες της Ρωσίας: Πεδιάδες και λιμάνια
Πάμε λοιπόν τώρα στη γεωγραφία που προαναφέραμε, ώστε να κατανοήσουμε την πολιτική Πούτιν. Οι μεγάλες αδυναμίες της πάλαι ποτέ Ρωσικής Αυτοκρατορίας και νυν Ρωσικής Ομοσπονδίας είναι δύο: οι πεδιάδες και τα λιμάνια. Είναι εξαιρετικά δύσκολο για ένα ξένο στράτευμα να κινηθεί από την Ασία βόρεια προς τη Ρωσία θα βρεθεί αντιμέτωπο με το απέραντο χιόνι και με δυσκολία θα φθάσει το πολύ μέχρι τα δύσβατα Ουράλια Όρη. Συνεπώς, η μόνη λογική κατεύθυνση από την οποία μπορεί κάποιος να εισβάλει στη Ρωσία είναι από τη Δύση.
Προκειμένου να κατανοήσουμε για ποιο λόγο η διεύρυνση του ΝΑΤΟ ανησυχεί τη Ρωσία, θα πρέπει να συμβουλευτούμε έναν τοπογραφικό χάρτη. Μία από τις μεγάλες οροσειρές που διασχίζουν την Ευρώπη είναι τα Καρπάθια, ένα απροσπέλαστο εμπόδιο για κάθε στρατό, ακόμα και στις μέρες μας. Όμως βορειότερα, από εκεί που τελειώνουν τα Καρπάθια ως τη Βαλτική Θάλασσα, υπάρχουν ατελείωτες πεδιάδες κι εδώ είναι το αδύναμο σημείο, η «τρύπα» από την οποία θα μπορούσε να μπει κάποιος στη Ρωσία. Από εκεί πραγματοποιήθηκε η προέλαση του γαλλικού στρατού υπό τον Ναπολέων το 1812, αλλά και του γερμανικού στρατού υπό τον Χίτλερ το 1941. Προκειμένου λοιπόν να προφυλαχθεί, η Ρωσία θέλει είτε να κατέχει απόλυτα αυτές τις πεδιάδες, είτε στη χειρότερη περίπτωση να τις έχει υπό την κυριαρχία της.
Μια επίθεση κάθε 33 χρόνια
Τα τελευταία 500 χρόνια οι Ρώσοι έχουν δεχτεί αρκετές φορές επιθέσεις από τα δυτικά. Οι Πολωνοί διέσχισαν την βορειοευρωπαϊκή πεδιάδα το μακρινό 1605. Τους ακολούθησαν οι Σουηδοί υπό τον βασιλιά Κάρολο ΙΒ’ το 1708, οι Γάλλοι που προαναφέραμε, οι Γερμανοί εις διπλούν, αφού είχαν επιτεθεί από εκεί και στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο το 1914. Εάν ξεκινήσουμε το μέτρημα από την εισβολή του Ναπολέοντα το 1812, και συμπεριλάβουμε τον Κριμαϊκό πόλεμο του 1853 – 1856 και τους δύο παγκόσμιους πολέμους μέχρι το 1945, τότε οι Ρώσοι πολεμούν κατά μέσο όρο στην βορειοευρωπαϊκή πεδιάδα μία φορά κάθε 33 χρόνια.
Αναζητά εναγωνίως θερμά νερά
Η δεύτερη μεγάλη στρατηγική αδυναμία της Ρωσίας είναι η έλλειψη λιμανιών σε θερμά νερά. Αρκετά σημαντικά λιμάνια της Αρκτικής, όπως το Μούρμανσκ που υπάρχει ναυτική βάση, παγώνουν για αρκετούς μήνες κάθε χρόνο. Το Βλαδιβοστόκ, το μεγαλύτερο ρωσικό λιμάνι στον Ειρηνικό Ωκεανό, με εξίσου στρατηγικής σημασίας ναυτική βάση, αποκλείεται από πάγο για περίπου τέσσερις μήνες τον χρόνο και περικλείεται από την σχεδόν περίκλειστη Ιαπωνική Θάλασσα, που ελέγχεται από την Ιαπωνία. Αυτό δεν αναστέλλει απλώς την ροή του εμπορίου, αλλά εμποδίζει τον ρωσικό στόλο να λειτουργεί ως παγκόσμια υπερδύναμη.
Ανέκαθεν η αχίλλειος πτέρνα της Ρωσίας ήταν η έλλειψη ενός θερμού λυμένα με άμεση πρόσβαση στους ωκεανούς, παρά το γεγονός ότι είναι τόσο μεγάλη χώρα. Ο χάρτης καταδεικνύει ότι ως προς τον συγκεκριμένο τομέα βρίσκεται σε μειονεκτική θέση. Κατά τον Marshall αυτό που τη σώζει από το να μην είναι μία πολύ πιο ανίσχυρη χώρα, είναι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο που διαθέτει και την καθιστούν πρώτη ενεργειακή δύναμη στον κόσμο. Συν το πυρηνικό της οπλοστάσιο, θα προσθέταμε.
Επομένως δεν αποτελεί έκπληξη που ο τσάρος του ρωσικού βασιλείου Μέγας Πέτρος συμβούλευσε τους διαδόχους του στη διαθήκη που συνέταξε λίγο πριν πεθάνει τον Φεβρουάριο του 1725, «να πλησιάσουν όσο πιο κοντά γινόταν στην Κωνσταντινούπολη και στην Ινδία. Όποιος κυβερνάει εκεί, θα είναι ο πραγματικός ηγεμόνας του κόσμου».
Στην πολύπαθη Ουκρανία λοιπόν, που βομβαρδίζεται από τα στρατεύματα του προέδρου Πούτιν, διασταυρώνονται οι δύο γεωπολιτικές αδυναμίες της Ρωσίας: οι πεδιάδες και τα λιμάνια με θερμά ύδατα (ή που τουλάχιστον δεν παγώνουν).
Στο μυαλό του Πούτιν
Όταν ο Βλαντιμίρ Πούτιν ανήλθε για πρώτη φορά στην εξουσία, ως πρωθυπουργός τον Αύγουστο του 1999 και ακολούθως ως πρόεδρος τον Ιανουάριο του 2000 μετά από το αιφνίδιο διάγγελμα παραίτησης του Μπόρις Γιέλτσιν, οραματιζόταν να αναβιώσει τη ρωσική δύναμη. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν κατά τη γνώμη του «η μεγαλύτερη στρατηγική καταστροφή του 20ού αιώνα». Αντιπροσώπευε στα μάτια του, το τέλος της ισορροπίας δυνάμεων με το αμερικανικό όραμα ενός μονοπολικού κόσμου. Ο ρεαλισμός του, τον οδήγησε στο να μην επιθυμεί την ανασύσταση της ΕΣΣΔ, δηλώνοντας με νόημα πως «αυτός που δεν λυπάται για τη Σοβιετική Ένωση δεν έχει καρδιά, αλλά αυτός που θέλει να την επανασυστήσει, δεν έχει μυαλό».
Καθηγητής Boniface: Ο Πούτιν έχει κάνει συμφωνία με τους ολιγάρχες
Τα όσα ακολούθησαν περιγράφει πολύ κατατοπιστικά ο Pascal Boniface, καθηγητής του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Paris VIII, στο νέο του βιβλίο υπό τον τίτλο «Άτλας Διεθνών Σχέσεων – 100 χάρτες για την κατανόηση του κόσμου από το 1945 έως σήμερα» που κυκλοφορεί αυτή την περίοδο στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πεδίο.
Σκιαγραφώντας με αδιαμφισβήτητη παιδαγωγική σαφήνεια τον πολύπλοκο και μεταλλασσόμενο κόσμο μας, αναφέρει πως ο Πούτιν «έχοντας στόχο να αποκαταστήσει την αξιοπιστία του κράτους και να ανακτήσει την διεθνή δύναμη της Ρωσίας, κατέληξε σε συμφωνία με τους ολιγάρχες, η οποία τους εξασφάλιζε τη διατήρηση της περιουσίας τους υπό τον όρο να επενδύσουν μέρος της στην ρωσική οικονομία και να μην τον αμφισβητήσουν πολιτικά».
Παράλληλα «περιόρισε τις αρμοδιότητες των περιφερειακών υπηρεσιών ενισχύοντας αυταρχικά τον ρόλο της κεντρικής εξουσίας και δίωξε τους αντιπάλους του, χωρίς αυτό να θεωρηθεί καταστολή από τους περισσότερους Ρώσους, οι οποίοι με την πικρή εμπειρία της προηγούμενης δεκαετίας προτίμησαν ένα αποτελεσματικό αυταρχικό καθεστώς».
Φοβήθηκε μια νέα επέκταση στη «γειτονιά» του
Κατά τον Boniface, οι «έγχρωμες επαναστάσεις» στη Γεωργία και την Ουκρανία (σ.σ. αναφέρεται στην «Επανάσταση των Ρόδων» το 2003 και στην «Πορτοκαλί Επανάσταση» του 2004»), οι οποίες έφεραν στην εξουσία κυβερνήσεις που επιθυμούσαν την ανεξαρτησία τους από τη Μόσχα, έκαναν τον Βλαντιμίρ Πούτιν να φοβάται μία νέα επέκταση των Δυτικών προς τη «γειτονιά» του. Αντέδρασε υποδαυλίζοντας αποσχιστικά κινήματα στην Γεωργία και σταματώντας την επιδότηση του φυσικού αερίου προς την Ουκρανία, προκειμένου να το προσαρμόσει στην τιμή της αγοράς. Το 2008 η Γεωργία ήθελε να ανακτήσει τις επαρχίες που είχαν αποσχιστεί αλλά υπέστη σκληρή ήττα από τον ρωσικό στρατό.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο δυτικός κόσμος ήταν εχθρικός απέναντι του και έκανε μία πιο επιθετική στροφή, αυξάνοντας την δυσαρέσκεια της Δύσης αλλά και ενισχύοντας την εσωτερική του δημοτικότητα: τα πατριωτικά αντανακλαστικά σε συνδυασμό με την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, λειτούργησαν υπέρ του. Η πρόταση για συμφωνία σύνδεσης μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ουκρανίας ενίσχυσε την δυσπιστία του απέναντι στη Δύση.
Κέρδισε την Κριμαία αλλά έχασε την Ουκρανία
Το 2014 η Ρωσία προσάρτησε μονομερώς από την Ουκρανία τη χερσόνησο της Κριμαίας (που βρέχεται από τα «θερμά» νερά της Μαύρης Θάλασσας) κατόπιν δημοψηφίσματος, του οποίου η διεξαγωγή αμφισβητήθηκε εξαρχής. Η Δύση (αλλά όχι η υπόλοιπη διεθνής κοινότητα) επέβαλε στη Ρωσική Ομοσπονδία και τότε κυρώσεις, όπως και σήμερα, ενώ την απέκλεισε από την G8, την άτυπη ομάδα των οκτώ περισσότερο ανεπτυγμένων, από βιομηχανικής άποψης, χωρών του κόσμου. «Λόγω αυτών των εξελίξεων η Μόσχα ήρθε πιο κοντά στο Πεκίνο, γνωρίζοντας όμως τα όρια αυτής της συμμαχίας λόγω της ισορροπίας δυνάμεων που είναι δυσμενείς γι’ αυτήν» παρατηρεί ο Boniface, προσθέτοντας ότι «η Ρωσία κέρδισε μεν την Κριμαία, αλλά έχασε την Ουκρανία καθώς έστρεψε τον λαό της εναντίον της, ενώ συνέβαλε στην αύξηση της δύναμης του ΝΑΤΟ».
Η Ρωσία όμως ήθελε να ενισχύσει τα λιμάνια και τις πεδιάδες της όπως είπαμε. Τα λιμάνια τα ενίσχυσε με την Κριμαία, που διαθέτει τη στρατηγικής σημασίας ναυτική βάση της Σεβαστούπολης (επί της ουσίας είναι το μοναδικό πραγματικά σημαντικό λιμάνι της Ρωσίας σε θερμά ύδατα). Τις πεδιάδες, επιχείρησε να τις ελέγξει εποφθαλμιώντας το ανατολικό τμήμα της Ουκρανίας, με το οποίο συνορεύει. Αναφερόμαστε στις περιοχές του Ντόνμπας και του Ντόνετσκ, όπου η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων τους είναι ρωσόφωνοι, όπως φαίνεται και στον αναλυτικό χάρτη που δημοσιεύουμε και προέρχεται από την πρόσφατη έκδοση του «Άτλαντα των Διεθνών Σχέσεων».
Από το 2014 πραγματοποιούνταν μάχες μεταξύ φιλορωσικών και ουκρανικών κυβερνητικών δυνάμεων τόσο στο Ντόνετσκ όσο και στο Λουγκάνσκ, δύο περιοχές που στις αρχές του μήνα αυτοανακηρύχθηκαν ξεχωριστές Λαϊκές Δημοκρατίας, αφού πρώτα φρόντισε ο ρωσικός στρατός να βομβαρδίσει τις ουκρανικές μονάδες που βρίσκονταν εκεί. Πριν ξεσπάσει ο πρόσφατος πόλεμος, μόνο στο Ντόνμπας, είχαν σκοτωθεί σε συγκρούσεις τα τελευταία οκτώ χρόνια 13.500 άτομα εκ των οποίων πάνω από 3.000 ήταν άμαχοι, ενώ είχαν εκτοπιστεί 1.400.000 κάτοικοι.
Αγνόησαν τον κανόνα Νο 1
Η Κριμαία και όλη αυτή η περιοχή ήταν επί δύο αιώνες τμήμα της Ρωσίας πριν δοθεί στη σοβιετική Δημοκρατία της Ουκρανίας από τον ηγέτη της ΕΣΣΔ Νικίτα Χρουστσόφ το 1954. Εκείνη την εποχή πίστευαν άλλωστε ότι η Σοβιετία θα ζούσε για πάντα και επομένως θα ήταν αιωνίως υπό τον έλεγχο της Μόσχας. Τώρα που η Ουκρανία δεν ήταν πια σοβιετική, ούτε καν φιλορωσική, η ρωσική ηγεσία εκτιμούσε ότι ο έλεγχος δεν θα πρέπει να ξεφύγει ακόμη περισσότερο. Οι Δυτικοί διπλωμάτες δεν το γνώριζαν; Εάν όχι, τότε αγνοούσαν τον κανόνα Νο1 που μαθαίνουν ακόμα και οι αρχάριοι στη διπλωματία: «Όταν μία μεγάλη δύναμη έρχεται αντιμέτωπη με μία θεωρούμενη υπαρξιακή απειλή, θα καταφύγει στην χρήση ισχύος». Εάν το γνώριζαν, τότε κατά τους γεωστρατηγικούς αναλυτές θα πρέπει να θεώρησαν την προσάρτηση της Κριμαίας από τον Πούτιν, ως ένα εύλογο αντίτιμο για την προσέλκυση της Ουκρανίας στη σύγχρονη Ευρώπη και την δυτική σφαίρα επιρροής.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως όταν η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε περιορισμένες κυρώσεις, περιορισμένες επειδή αρκετές χώρες – μέλη της, μεταξύ των οποίων και η Γερμανία, εξαρτώνται από την ρωσική ενέργεια για να θερμαίνουν τα σπίτια τους τον χειμώνα. Οι αγωγοί κινούνται από την ανατολή προς τη δύση και είναι στο χέρι του Κρεμλίνου να ανοίξει ή να κλείσει τις στρόφιγγες. Κατά τον Marshall, η ενέργεια ως παράγοντας πολιτικής ισχύος θα αξιοποιηθεί ξανά και ξανά τα ερχόμενα χρόνια.