Οι συνεχείς και αδιάκριτοι βομβαρδισμοί στο Χαλέπι αποτελούν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας από τις συριακές κυβερνητικές δυνάμεις, όπως κατήγγειλε σήμερα η Διεθνής Αμνηστία, η οποία καταδικάζει επίσης τα «εγκλήματα πολέμου» που διαπράττουν οι αντάρτες.
Σε νέα έκθεση, η οργάνωση προάσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων επισημαίνει ότι οι συνεχείς επιδρομές της πολεμικής αεροπορίας εναντίον της πρώην οικονομικής πρωτεύουσας της χώρας έχουν αναγκάσει τους κατοίκους να «ζουν υπόγεια».
Η Διεθνής Αμνηστία καταδικάζει «τα τρομερά εγκλήματα πολέμου και άλλες καταχρήσεις που διαπράττουν καθημερινά στην πόλη οι κυβερνητικές δυνάμεις και ομάδες της αντιπολίτευσης. Ορισμένες ενέργειες της κυβέρνησης στο Χαλέπι ισοδυναμούν με εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας».
Η έκθεση επικρίνει κυρίως τη χρήση από το καθεστώτος βαρελιών γεμάτων εκρηκτικά στις αεροπορικές επιδρομές του, ένα ιδιαίτερα καταστροφικό όπλο που σκοτώνει αδιακρίτως, όπως καταγγέλλουν οι οργανώσεις προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
«Στοχεύοντας σκόπιμα και συνεχώς εναντίον των πολιτών, η κυβέρνηση δείχνει να έχει υιοθετήσει μια αναίσθητη πολιτική συλλογικής τιμωρίας κατά του άμαχου πληθυσμού στο Χαλέπι», δηλώνει ο διευθυντής του προγράμματος για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική της Διεθνούς Αμνηστίας Φίλιπ Λούθερ.
Ο πρόεδρος Μπασάρ αλ Άσαντ διαψεύδει τη χρήση τέτοιων όπλων από τον στρατό του, παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις ακτιβιστών, μη κυβερνητικών οργανώσεων και δυτικών χωρών.
Η χρήση των βαρελιών γεμάτων εκρηκτικά προκαλεί «σκέτο τρόμο και αφόρητα δεινά», τονίζει η Αμνηστία. Η διεθνής ΜΚΟ επικρίνει επίσης τις ομάδες ανταρτών που δρουν στο Χαλέπι, μια πόλη χωρισμένη από το 2012, με την ανατολική πλευρά να τελεί υπό τον έλεγχο των ανταρτών και τη δυτική να ελέγχεται από τις κυβερνητικές δυνάμεις.
Η έκθεση διαβεβαιώνει ότι οι αντάρτες έχουν διαπράξει «εγκλήματα πολέμου» χρησιμοποιώντας «ακαθόριστα όπλα, όπως αυτοσχέδιες οβίδες και ρουκέτες, κατασκευασμένες από φιάλες αερίου τις οποίες οι αντάρτες αποκαλούν ‘τα κανόνια της κόλασης».
Η συχνή ρίψη βλημάτων από αντάρτες εναντίον της δυτικής πλευράς της πόλης προκάλεσε τον θάνατο 600 αμάχων το 2014, σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία. Κατά τη διάρκεια της ίδιας χρονιάς, ενώ τα βαρέλια γεμάτα εκρηκτικά σκότωσαν περισσότερους από 3.000 άμαχους στην επαρχία του Χαλεπίου.
Η έκθεση αναφέρεται επίσης, στηριζόμενη σε έγγραφα, στα «βασανιστήρια που ασκούνται σε μεγάλη κλίμακα, τις αυθαίρετες κρατήσεις και τις απαγωγές που διαπράττονται από την κυβέρνηση και τις ένοπλες ομάδες της αντιπολίτευσης».
Αντιμέτωπα με την έλλειψη ασφάλειας, πολλά νοσοκομεία και σχολεία λειτουργούν πλέον σε υπόγεια ή υπόγεια καταφύγια, σύμφωνα με την Αμνηστία.
Η διεθνή οργάνωση, στο πλαίσιο αυτό, επικρίνει την αδυναμία της διεθνούς κοινότητας να τιμωρήσει τις καταχρήσεις και τις παραβιάσεις στη Συρία, χαρακτηρίζοντάς την «έκφραση ψυχρής αδιαφορίας» που ενθαρρύνει την ατιμωρησία.
«Η επιμονή στην αδράνεια ερμηνεύεται από τους δράστες των εγκλημάτων πολέμου και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας ως σημάδι ότι μπορούν να συνεχίζουν να κρατούν σε ομηρία τον πληθυσμό του Χαλεπίου, χωρίς τον φόβο της τιμωρίας», τονίζει ο Φίλιπ Λούθερ, επιμένοντας ότι η συριακή σύγκρουση πρέπει να παραπεμφθεί στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, ώστε οι εμπόλεμοι «να οδηγηθούν στη δικαιοσύνη» αναφέρει.
Περισσότεροι από 220.000 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί στη Συρία από την αρχή της σύγκρουσης, τον Μάρτιο 2011, η οποία προκλήθηκε από την καταστολή από το καθεστώς ενός ειρηνικού κινήματος διαμαρτυρίας.