Η Βοσνία, η οποία ήταν ελκυστική για τους τζιχαντιστές στη διάρκεια του πολέμου της δεκαετίας του 1990, προμηθεύει σήμερα μαχητές στις ισλαμιστικές οργανώσεις στη Συρία ή το Ιράκ, γεγονός που συνιστά μια πρόκληση για την ασφάλεια στα Βαλκάνια.
Εκατοντάδες Μουσουλμάνοι της Βοσνίας –η μεγαλύτερη κοινότητα (40%) και ως επί το πλείστον μετριοπαθής σ’ αυτή την πρώην γιουγκοσλαβική δημοκρατία των 3,8 εκατομμυρίων κατοίκων– έχουν υιοθετήσει μια αυστηρή ερμηνεία του ισλάμ, εμπνευσμένη από τον σαουδαραβικό ουαχαμπισμό, ο οποίος εισήχθη στη χώρα από ξένους και «ανθρωπιστικές» οργανώσεις στη διάρκεια της σύγκρουσης.
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους ξένους μαχητές, που ενίσχυαν τις μουσουλμανικές δυνάμεις, έφυγαν από τη Βοσνία μετά τον πόλεμο. Όμως ο σπόρος του ριζοσπαστισμού είχε πέσει. Είκοσι χρόνια αργότερα, οι σαλαφιστές ιεροκήρυκες στη Βοσνία δεν είναι πλέον ξένοι, αλλά βόσνιοι υπήκοοι.
Στρατολογούν τους οπαδούς τους και μεταξύ αυτών τους υποψήφιους για τον τζιχάντ σε χώρους προσευχής που διαφεύγουν του ελέγχου της επίσημης μουσουλμανικής κοινότητας.
«Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η διαδικασία της στρατολόγησης καθίσταται δυνατή χάρη στην ύπαρξη ενός δικτύου σ’ αυτούς τους (σαλαφιστικούς) τόπους προσευχής», διαβεβαιώνει ο Εσάντ Χετσίμοβιτς, βόσνιος δημοσιογράφος που ερευνά το θέμα.
Κατά τη γνώμη του, η εγκαθίδρυση ενός «χαλιφάτου», δηλαδή μιας «ισλαμικής πατρίδας», είναι το κύριο κίνητρο αυτών των νεαρών τζιχαντιστών.
«Ο κίνδυνος έχει μεταμορφωθεί με τα χρόνια. Στη διάρκεια των συγκρούσεων στα Βαλκάνια, είχαμε εδώ ξένους μαχητές. Τώρα, έχουμε μαχητές της Βοσνίας και των Βαλκανίων που συμμετέχουν στις συγκρούσεις που γίνονται αλλού» στον κόσμο, εξηγεί.
Η κοινότητα των ουαχαμπιτών στη Βοσνία εξακολουθεί να είναι μια μικρή μειονότητα –οι αρχές εκτιμούν ότι αριθμεί 3.000 μέλη–, όμως χρησιμεύει ως βάση για τη στρατολόγηση τζιχαντιστών.
Περίπου 200 βόσνιοι υπήκοοι έχουν ενταχθεί στις τάξεις της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος. Περίπου τριάντα έχουν σκοτωθεί και περίπου 40 έχουν επιστρέψει στη Βοσνία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των τοπικών υπηρεσιών πληροφοριών.
«Αυτοί που επιστρέφουν στη χώρα είναι πολύ επικίνδυνοι. Όχι μόνο επειδή πολεμούσαν εκεί πέρα, αλλά επίσης επειδή δεν είναι πια οι ίδιοι άνθρωποι έπειτα από μια τέτοια εμπειρία», προειδοποιεί ο Τζάσμιν Άχιτς, καθηγητής στη Σχολή Εγκληματολογίας του Σαράγεβο.
«Ασφαλώς οι υπηρεσίες ασφαλείας τους παρακολουθούν, όμως ο κίδνυνος είναι οι άνθρωποι αυτοί να αναλάβουν να στρατολογήσουν άλλους υποψήφιους» για τον τζιχάντ, προσθέτει αυτός ο ειδκός σε θέματα τρομοκρατίας.
Για να εμποδίσουν την αναχώρησή τους, οι αρχές τροποποίησαν τη νομοθεσία. Οι τζιχαντιστές και οι στρατολόγοι τους τιμωρούνται πλέον με ποινές που φθάνουν έως κάθειρξη είκοσι ετών.
Από το Σεπτέμβριο, η αστυνομία έχει συλλάβει γύρω στους τριάντα υπόπτους, όμως οι περισσότεροι αφέθηκαν ελεύθεροι λόγω έλλειψης αποδείξεων.
Η δίκη ενός από τους σαλαφιστές ιεροκήρυκες, του 42χρονου Χουσέιν Μπόσνιτς, του αποκαλούμενου Μπιλάλ, άρχισε τον Ιανουάριο ενώπιον δικαστηρίου του Σαράγεβο.
Πρώην μέλος μιας μονάδας μουτζαχεντίν στη διάρκεια του πολέμου της Βοσνίας, η οποία αποτελούνταν επίσης από ξένους, ο Μπιλάλ επιβλήθηκε ως ηγέτης των ντόπιων ουαχαμπιτών μετά την αναχώρηση για τη Συρία, στα τέλη του 2013, του “προκατόχου” του, του Νουσρέτ Ιμάμοβιτς.
Ο Ιμάμοβιτς, το όνομα του οποίου περιλαμβάνεται σ’ έναν κατάλογο “ξένων τρομοκρατών” σε παγκόσμια κλίμακα που δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο 2014 από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, είναι σήμερα, σύμφωνα με τις βοσνιακές υπηρεσίες πληροφοριών, ο τρίτος στην ιεραρχία του Μετώπου αλ-Νόσρα, του συριακού κλάδου της Αλ-Κάιντα.
Ο ιμάμης του Μπουζίμ (βορειοδυτική Βοσνία) Χουσέιν Μπόσνιτς, πατέρας 17 παιδιών ο οποίος ζει με τέσσερις συζύγους –αν και η πολυγαμία απαγορεύεται στη Βοσνία– κατηγορείται για «δημόσια υποκινηση τρομοκρατικών δραστηριοτήτων» και για στρατολόγηση τζιχαντιστών.
«Έπαιρνε χρήματα προερχομενα από ορισμένα πρόσωπα σε αραβικές χώρες. Πρόκειται για σημαντικά ποσά», υποστήριξε στη διάρκεια της δίκης ο εισαγγελέας Ντουμπράβκο Καμπάρα.
Κατηγορίες απαγγέλθηκαν επίσης στις αρχές Απριλίου στο Σαράγεβο σε βάρος άλλων 4 προσώπων, δύο τζιχαντιστών και δύο στρατολόγων.
Το φαινόμενο πλήττει πολλές από τις χώρες των Βαλκανίων, κυρίως το Κόσοβο, την Αλβανία και τη Σερβία, όπου παρόμοιες δίκες άρχισαν τις τελευταίες εβδομάδες και οι αρχές έχουν επίσης σκληρύνει τη νομοθεσία.
Ο συνολικός αριθμός των τζιχαντιστών που έχουν στρατολογηθεί στις χώρες αυτές από οργανώσεις στη Συρία και το Ιράκ υπολογίζεται σε περίπου 600.