Περίπου 100 είναι χώρες οι οποίες είπαν «ναι» στο κάλεσμα του Τζο Μπάιντεν και έτσι θα συμμετάσχουν στη «σύνοδο για τη δημοκρατία» που θα πραγματοποιηθεί διαδικτυακά σήμερα (Πέμπτη 9/12) και αύριο (Παρασκευή 10/12).
Στη διαδικτυακή «σύνοδο για τη δημοκρατία» δεν θα συμμετάσχουν η Κίνα αλλά και η Ρωσία.
Η σύνοδος, που πραγματοποιείται διαδικτυακά λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, διεξάγεται στο πλαίσιο της μάχης μεταξύ των δημοκρατιών και των δικτατορικών και αυταρχικών καθεστώτων, που βρίσκεται στο επίκεντρο της εξωτερικής πολιτικής του Μπάιντεν.
«Μην έχετε αμφιβολία, είναι η ώρα της αλήθειας για τη δημοκρατία» είπε η Αμερικανίδα υφυπουργός για την Ασφάλεια, τη Δημοκρατία και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα Ούζρα Ζέγια όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Οι δημοκρατίες του κόσμου «αντιμετωπίζουν αυξανόμενες προκλήσεις που οφείλονται σε νέες απειλές» είπε και πρόσθεσε: «Ουσιαστικά σε όλες τις περιοχές του κόσμου, στις χώρες αυτές παρατηρήθηκε υποχώρηση της δημοκρατίας».
Στη σύνοδο αυτή συμμετέχουν περίπου 100 εκπρόσωποι κυβερνήσεων, μη κυβερνητικές οργανώσεις και οργανώσεις αρωγής.
Ένταση προκάλεσε ο κατάλογος των συμμετεχόντων
Ο κατάλογος των συμμετεχόντων στη διαδικτυακή σύνοδο προκάλεσε μεγάλη ένταση.
Η Κίνα και η Ρωσία, τις οποίες ο Μπάιντεν θεωρεί πρωταθλήτριες αυταρχισμού, κατήγγειλαν τον αποκλεισμό τους.
Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ αναλαμβάνουν να ορίσουν «ποια είναι ‘δημοκρατική χώρα’ και ποια δεν δικαιούται αυτό τον χαρακτηρισμό» αποκαλύπτει «μια ψυχροπολεμική νοοτροπία», έγραψαν στα τέλη Νοεμβρίου σε κοινή τους επιστολή οι πρεσβευτές της Ρωσίας Ανατόλι Αντόνοφ και της Κίνας Τσιν Γκανγκ.
Απορρίπτοντας την ύπαρξη ενός μοναδικού δημοκρατικού μοντέλου, οι δύο διπλωμάτες εξήραν τα καθεστώτα τους που βασίζονται «στην κινεζική πραγματικότητα» και «τις ρωσικές παραδόσεις».
Εξάλλου η πρόσκληση της Ταϊβάν προκάλεσε την αντίδραση του Πεκίνου, που θεωρεί το νησί κινεζική επαρχία, αν και δεν το ελέγχει.
Ακόμη ένα ζήτημα έντασης αποτελεί η απόφαση της Ουάσινγκτον να μην στείλει διπλωματική αντιπροσωπεία στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες, που θα πραγματοποιηθούν στο Πεκίνο, για να διαμαρτυρηθεί για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα και κυρίως για τη «γενοκτονία» της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων.
Η Αυστραλία, η Βρετανία και ο Καναδάς συμμετέχουν επίσης σε αυτό το μποϊκοτάζ, το οποίο επέκριναν το Πεκίνο και η Μόσχα.
Σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα και την εκλογική νοθεία, η επιλογή των προσκεκλημένων εγείρει ερωτήματα.
Το Πακιστάν, οι Φιλιππίνες και η Βραζιλία του ακροδεξιού προέδρου Ζαΐχ Μπολσονάρου έχουν προσκληθεί στη διαδικτυακή σύνοδο, αλλά όχι η Ουγγαρία που είναι μέλος της ΕΕ, ούτε όμως και η Τουρκία, παρά το γεγονός ότι είναι μέλος του ΝΑΤΟ και σύμμαχος της Ουάσινγκτον.
Η Αμερική συγκλονισμένη
Η σύνοδος πραγματοποιείται την ώρα που οι ΗΠΑ διέρχονται μια πρωτόγνωρη κρίση στη σύγχρονη Ιστορία τους, με τον πρώην πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και τους συμμάχους του να εξακολουθούν να καταγγέλλουν, χωρίς αποδείξεις, ότι υπήρξε νοθεία στις προεδρικές εκλογές του 2020.
Η βίαιη εισβολή των υποστηρικτών του Τραμπ στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου συγκλόνισε την αμερικανική δημοκρατία και η χώρα εξακολουθεί να σπαράσσεται από τον διχασμό, παρά τον «ενωτικό» λόγο του Μπάιντεν.
Σύμφωνα με τον Μπρους Τζέντλεσον, καθηγητή πολιτικών επιστημών στο πανεπιστήμιο Duke, αυτή η σύνοδος «ήταν εξ αρχής μια κακή ιδέα».
«Έχουμε πολύ μεγαλύτερα προβλήματα από οποιαδήποτε άλλη δυτική δημοκρατία», εκτιμά. «Έγινε επίθεση στο Κογκρέσο, ήταν μια απόπειρα πραξικοπήματος. Δεν έχουμε δει να συμβαίνει κάτι τέτοιο στο Παρίσι, στη Μπούντεσταγκ ή στην έδρα της ΕΕ στις Βρυξέλλες».
«Πρέπει να κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε και αυτό πραγματικά πρέπει να το κάνουμε εμείς στη χώρα μας, αντί να συγκεντρώνουμε εκατό ηγέτες για να πούμε: ‘αγαπάμε τη δημοκρατία’», εξηγεί.