Η Amazon συμφώνησε με τις τρεις υπηρεσίες κατασκοπίας του Ηνωμένου Βασιλείου προκειμένου ν’ αποθηκεύσει υλικό που θεωρείται απόρρητο. Το παρακλάδι του κολοσσού του Τζεφ Μπέζος, AWS, θα συνεργαστεί με την GCHQ, την MI5 και την MI6, καθώς και με άλλα τμήματα του κρατικού μηχανισμού όπως το Υπουργείο Άμυνας. Το deal κυμαίνεται από 600 εκατομμύρια ευρώ ως 1,2 δισεκατομμύρια ευρώ για την επόμενη 10ετία.
Σύμφωνα με τα βρετανικά ΜΜΕ, η AWS αν και εταιρία με έδρα τις Η.Π.Α. θα φυλάει τα δεδομένα που θα της παρέχονται στο Ηνωμένο Βασίλειο. Παράλληλα, η Amazon δεν θα έχει πρόσβαση στις πληροφορίες που θα αποθηκεύονται στην πλατφόρμα της. Πίσω από την κίνηση δεν κρύβεται η ανάγκη για αποθήκευση περισσότερων δεδομένων από τις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν οι μυστικές υπηρεσίες, αλλά για τη χρησιμοποίηση υπαρχόντων δεδομένων πιο γρήγορα και αποτελεσματικά, ανέφεραν κυβερνητικές πηγές.
Ωστόσο, ήδη προκλήθηκαν αντιδράσεις. Ο Γκας Χοσεΐν, εκτελεστικός διευθυντής του οργανισμού Privacy International και ειδικός στην τεχνολογία και στα ανθρώπινα δικαιώματα, ανέφερε πως: «αυτή είναι μια ακόμη συμφωνία δημόσιου – ιδιωτικού τομέα που θα έπρεπε να ανησυχήσει, γιατί έγινε μυστικά. Εφόσον προχωρήσει η διαδικασία, η Amazon θα έχει σχεδόν το μονοπώλιο στην παροχή υπηρεσιών αποθήκευσης δεδομένων για τις μεγαλύτερες υπηρεσίες πληροφοριών όλου του κόσμου». Η GCHQ υποστήριξε πως δεν πρόκειται ν’ αποκαλύψει πληροφορίες για τις συμφωνίες που κλείνει με τους τεχνολογικούς συνεργάτες της.
Οι υπηρεσίες πέραν της ταχύτητας θα δίνουν τη δυνατότητα στους κατασκόπους και τους αναλυτές να χρησιμοποιούν εφαρμογές «όπως η αναγνώριση φωνής ώστε να μεταφράζουν πιο εύκολα συνομιλίες», αποκάλυψαν σε δημοσίευμά τους οι «The Times».
Η CIA υπέγραψε το πρώτο συμβόλαιο αποθήκευσης πληροφοριών με την AWS το 2013 και ήταν αξίας 600 εκατομμυρίων δολαρίων. Το πακέτο περιελάμβανε όλες τις μυστικές υπηρεσίες των Η.Π.Α. Το σύστημα αναβαθμίστηκε τον περασμένο χρόνο έπειτα από μια νέα συμφωνία με κονσόρτσιουμ εταιριών στο οποίο συμμετείχαν η AWS, η Microsoft, η Google, η Oracle και η IBM.