Πιο έντονα από ποτέ έχουν επανέλθει στην Τουρκία οι «φωνές» που κάνουν λόγο για «στραγγαλισμό» των ΜΜΕ από τον ίδιο τον πρόεδρο της χώρας Ταγίπ Ερντογάν καθώς περίπου το 95% των τουρκικών μέσων ενημέρωσης (εφημερίδες και τηλεοπτικοί σταθμοί), ελέγχονται πλέον από επιχειρήσεις που πρόσκεινται στο κυβερνών AKP.
Οι δημοσιογράφοι όμως όπως μεταδίδει σε σχετικό της ρεπορτάζ η Deutsche Welle αντιδρούν και δείχνουν την αντίθεσή τους στο καθεστώς Ερντογάν. Οι αντιπολιτευτικές φωνές δυναμώνουν προχωρώντας στη δημιουργία εναλλακτικών μέσων ενημέρωσης στο διαδίκτυο που κρατούν επικριτική στάση προς την τουρκική κυβέρνηση όπως είναι τα Mediascope, Mezapotamya News και T24. Τα εν λόγω μέσα όμως διαθέτουν περιορισμένους πόρους και λαμβάνουν συχνά οικονομική στήριξη από το εξωτερικό, τόσο από θεσμούς, όσο και από ιδιώτες.
Το υπερεθνικιστικό Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης MHP, κυβερνητικός εταίρος του ΑΚΡ, επιδιώκει τώρα να κλείσει την στρόφιγγα της χρηματοδότησης ΜΜΕ από το εξωτερικό. Έφερε λοιπόν στη βουλή νομοσχέδιο, σύμφωνα με το οποίο μέσα ενημέρωσης, με χρηματοδότηση από το εξωτερικό, θα αποκτούν ένα «ειδικό στάτους». Επιπλέον θα υποχρεώνονται να ορίσουν εκπρόσωπο, ο οποίος θα λογοδοτεί στο υπουργείο Εσωτερικών για τα πεπραγμένα του εντύπου ή του τηλεοπτικού σταθμού.
Διαδικτυακές πλατφόρμες ενημέρωσης του εξωτερικού που δεν έχουν ορίσει εκπρόσωπο ή αρνούνται να έρθουν σε επαφή με του υπουργείο Εσωτερικών απειλούνται, σύμφωνα πάντα με το νομοσχέδιο του MHP, με επιβολή φυλάκισης μεταξύ 2 και 5 ετών ή χρηματικό πρόστιμο μέχρι ένα εκατομμύριο τουρκικές λίρες.
Στόχος η διαφάνεια, δηλώνει ο αναπληρωτής πρόεδρος του ΜΗP Φετί Γιλντίζ
Ο αναπληρωτής πρόεδρος του ΜΗP Φετί Γιλντίζ δηλώνει στην DW ότι κύριο ζητούμενο του νομοσχεδίου είναι η διαφάνεια: «Στόχος μας είναι να αποκαλύψουμε ποιος κάνει τι, διότι υπάρχουν πρόσωπα και θεσμοί, που παίρνουν χρήματα για να δημοσιεύσουν στη συνέχεια θέσεις εχθρικές προς την κυβέρνηση».
Ο Τούρκος πολιτικός καθιστά ωστόσο σαφές, πως το νομοσχέδιο δεν στρέφεται κατά μεγάλων δημοσιογραφικών οργανισμών του εξωτερικού όπως το BBC και η DW, γιατί η χρηματοδότησή τους είναι διαφανής.
Από την πλευρά του ο υπεύθυνος επικοινωνίας του προεδρικού μεγάρου Φαχρεντίν Αλτούν δήλωσε αναφερόμενος στο νομοσχέδιο: «Θα λάβουμε το ταχύτερο τα μέτρα που χρειαζόμαστε για να προστατεύσουμε την δημόσια τάξη και να διασφαλίσουμε το δικαίωμα του λαού μας σε αληθινές ειδήσεις».
Δημοσιογραφικές οργανώσεις κάνουν ωστόσο λόγο για ένα νέο πλήγμα κατά της ελευθερίας του Τύπου. Η Ρενάν Ακιαβάς, συντονίστρια στην Τουρκία του Διεθνούς Ινστιτούτου Τύπου (IPI), είπε στην DW ότι «το νομοσχέδιο του MHP αποτελεί σοβαρή απειλή. Στόχος του είναι να περικόψει οικονομικούς πόρους, απαραίτητους για την επιβίωση μιας ανεξάρτητης δημοσιογραφίας. Εμείς όμως θα αντισταθούμε».
Το νομοσχέδιο δεν αφορά την ελευθερία του Τύπου
Από την πλευρά του ο Γιουσούγ Κανλί, αντιπρόεδρος της Δημοσιογραφικής Ένωσης (Journalist Association) επισημαίνει ότι ήδη ενημερωτικές πλατφόρμες με χρηματοδότηση από το εξωτερικό ενημερώνουν το υπουργείο Οικονομικών και δημοσιεύουν όλα τα οικονομικά τους στοιχεία: «Προκαλεί ανησυχία το ότι στην ουσία στιγματίζεται κάθε δημοσιογράφος με χρηματοδότηση από το εξωτερικό. Όλα αυτά δεν έχουν σχέση την ελευθερία του Τύπου. Εννοείται ότι δεν αποδεχόμαστε αυτή την τακτική».
Τα τελευταία χρόνια η πίεση σε ανεξάρτητους οργανισμούς μέσων ενημέρωσης έχει γίνει αφόρητη. Από τον περασμένο Οκτώβριο η τουρκική κυβέρνηση ενέτεινε τους ελέγχους στο διαδίκτυο με τροπολογία του νόμου περί ΜΜΕ 5651. Η αμφιλεγόμενη τροπολογία υποχρεώνει πλατφόρμες ενημέρωσης με περισσότερους από 1 εκατομμύριο χρήστες να διατηρούν αντιπροσωπία στην Τουρκία. Σε περίπτωση που εταιρίες όπως το Twitter ή άλλες αρνηθούν να ανοίξουν γραφείο σε τουρκικό έδαφος απειλούνται από την δικαιοσύνη με δραστικό περιορισμό της πρόσβασης στο διαδίκτυο μέχρι και κατά 95%.