Οι αδελφοί Σαΐντ και Σερίφ Κουασί, οι δράστες της πολύνεκρης επίθεσης στα γραφεία της σατιρικής εφημερίδας Σαρλί Εμπντό, «κατηχήθηκαν» πολιτικά στις αρχές της δεκαετίας του 2000 στην καρδιά του Παρισιού κι ο μεγαλύτερος από αυτούς εκπαιδεύτηκε στον χειρισμό όπλων στην Υεμένη, ενώ ο μικρότερος προσπάθησε, αλλά δεν μπόρεσε, να πάει στο Ιράκ για να πολεμήσει εναντίον των Αμερικανών.
Ο Σερίφ, ο μικρότερος, που δικάστηκε το 2008 κατηγορούμενος για στρατολόγηση επίδοξων τζιχαντιστών, ήταν γνωστός στη γαλλική αντιτρομοκρατική υπηρεσία. Οι δύο αδελφοί ήταν επίσης «εδώ και χρόνια» στη μαύρη λίστα των ΗΠΑ που περιλαμβάνει ονόματα υπόπτων για τρομοκρατία.
«Μίσος για τους άπιστους»
Στην έρευνα για τον πυρήνα που στρατολογούσε τζιχαντιστές για το Ιράκ, στον οποίο είχε ενεργή συμμετοχή ο Σερίφ, οι μάρτυρες περιέγραψαν έναν «ζωηρό» νεαρό που έτρεφε «μίσος για τους απίστους» και είχε εκφράσει ήδη από τότε την πρόθεσή του να αναλάβει δράση εντός της Γαλλίας.
Όσο για τον μεγαλύτερο, τον Σαΐντ, εκείνος ήταν πιο διακριτικός. Ωστόσο ένας Αμερικανός αξιωματούχος, που ζήτησε να τηρηθεί η ανωνυμία του, είπε ότι ο Σαΐντ Κουασί μετέβη το 2011 στην Υεμένη για να εκπαιδευτεί στον χειρισμό όπλων.
Ο Σερίφ και ο Σαΐντ είναι αλγερινής καταγωγής. Ορφάνεψαν σε μικρή ηλικία και μεγάλωσαν σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα, στο Τρενιάκ. Ο Πατρίκ Φουρνιέ, ένας από τους υπεύθυνους του ορφανοτροφείου, τους περιέγραψε ως «απολύτως ενσωματωμένους» στην κοινωνία που «δεν παρουσίασαν ποτέ πρόβλημα συμπεριφοράς» όσο φοιτούσαν εκεί. Ο Σερίφ ονειρευόταν να γίνει αστέρι της ραπ.
Από τη ραπ και το χασίς στον «Ιερό Πόλεμο»
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ο Σερίφ άρχισε να παρακολουθεί τα κορανικά μαθήματα ενός νεαρού «εμίρη», του Φαρίντ Μπενιετού, σε ιδιωτικά σπίτια ή σε ένα τζαμί της λαϊκής συνοικίας Σταλινγκράντ. Η γνωριμία του με τον Μπενιετού ήταν καθοριστικής σημασίας αφού μέχρι τότε αισθανόταν πως «δεν ήταν καλός μουσουλμάνος» και περιστασιακά κάπνιζε χασίς, σύμφωνα με μια αστυνομική πηγή.
Ο Μπενιετού, που τον περιέγραψε τότε ως «πολύ παρορμητικό και επιθετικό», διαβεβαίωσε ότι ο Κουασί του είχε μιλήσει για την πρόθεσή του «να πλήξει την εβραϊκή κοινότητα του Παρισιού προτού να φύγει για τον τζιχάντ». Ο ίδιος ο Σερίφ όμως υποστήριζε ότι απλώς «ήθελε να κάνει φιγούρα» και ότι «δεν ήταν ποτέ αντισημίτης». Ήθελε, όπως έλεγε, «να διαπιστώσουν οι σύντροφοί του ότι ήταν πιστός».
Το φθινόπωρο του 2004 ο Σερίφ Κουασί συζήτησε με τον Μπενιετού την πρόθεσή του να φύγει στο Ιράκ. Σύμφωνα με μια πηγή της έρευνας, ο Μπενιετού του ανέθεσε την αποστολή «να ενταχθεί στην ομάδα του Αμπού Μούσαμπ αλ Ζαρκάουι», του ηγέτη της Αλ Κάιντα στο Ιράκ.
Ο Μπενιετού «μου μίλησε για τις εβδομήντα παρθένες και το μεγάλο σπίτι στον Παράδεισο» και του έδωσε οδηγίες «να τοποθετήσει εκρηκτικά σε ένα φορτηγό και να πάει σε μια αμερικανική βάση», είπε υποστηρίξει ο Κουασί.
Ο Σερίφ συνελήφθη λίγο πριν επιβιβαστεί στο αεροπλάνο για τη Συρία, τον πρώτο του σταθμό πριν συνεχίσει για το Ιράκ, στις 25 Ιανουαρίου 2005. Δικάστηκε το 2008 και καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών ετών αλλά εξέτισε μόνο 18 μήνες. Στη φυλακή του Φλερί-Μεροζί, στα προάστια του Παρισιού, γνώρισε τον Τζαμάλ Μπεγκάλ, μια σημαντική προσωπικότητα του ριζοσπαστικού Ισλάμ στη Γαλλία, που είχε καταδικαστεί σε 10ετή κάθειρξη επειδή σχεδίαζε τρομοκρατικές επιθέσεις. Έκτοτε, σύμφωνα με μια πηγή προσκείμενη στην έρευνα της υπόθεσης αυτής, επηρεαζόταν από τον Μπεγκάλ και τηρούσε «μια πολύ αυστηρή εκδοχή του Ισλάμ».
Ο δάσκαλος στην Υεμένη
Ο Σαΐντ, που είναι δύο χρόνια μεγαλύτερος —γεννήθηκε το 1980 στο Παρίσι— ήταν πιο διακριτικός. Ζούσε σε μια λαϊκή γειτονιά της Ρεν μαζί με τη σύζυγό του η οποία φορούσε μπούρκα και το μικρό παιδί τους. Ένας Αμερικανός αξιωματούχος είπε ότι το 2011 ο Σαΐντ εκπαιδεύτηκε στον χειρισμό όπλων από ένα μέλος της Αλ Κάιντα στην Υεμένη και κατόπιν επέστρεψε στη Γαλλία. Όσο για τον Σερίφ, ο Μπενιετού τον είχε φέρει σε επαφή με έναν «δάσκαλο» που του εξήγησε πώς να χειρίζεται τον βαρύ οπλισμό.
Ο 34χρονος Σαΐντ φέρεται ότι πήγε για πρώτη φορά στη Σαναά το 2009. Ένας Υεμενίτης φοιτητής υποστήριξε ότι σπούδαζαν μαζί στο πανεπιστήμιο αλ-Ιμάν, ένα θρησκευτικό ίδρυμα του φονταμενταλιστή, σουνίτη ιερωμένου Άμπντελ Ματζίντ αλ Ζιντάνι. Στο ίδιο πανεπιστήμιο φοιτούσαν πολλοί ακόμη Ευρωπαίοι, οι περισσότεροι βορειοαφρικανικής καταγωγής.
Ο αλ Ζιντάνι ήταν σύμμαχος του πρώην προέδρου της Υεμένης Άλι Αμπντάλα Σάλεχ και του παρέχονταν διάφορες «διευκολύνσεις» όσον αφορά την έκδοση βίζας και την οργάνωση της διαμονής ξένων σπουδαστών. Στο πανεπιστήμιο αλ Ιμάν και σε άλλα ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα βρήκε γόνιμο έδαφος η Αλ Κάιντα για τη στρατολόγηση ξένων μαχητών.
Τα ίχνη του Σαΐντ χάθηκαν μεταξύ 2010-’12, όμως οι υπηρεσίες ασφαλείας της Υεμένης πιστεύουν ότι παρέμεινε στη χώρα και εκπαιδεύτηκε, σε κάποια περιοχή στα νότια ή τα νοτιοανατολικά.
Η ήττα και η επιστροφή του «Μοχάμεντ»
Ο συμφοιτητής του, που μίλησε ανώνυμα στο Γαλλικό Πρακτορείο, είπε ότι στο πανεπιστήμιο, όπου μάθαινε αραβικά και θρησκευτικές επιστήμες, ο Σαΐντ Κουασί ήταν γνωστός με το όνομα «Μοχάμεντ».
«Ήταν πειθαρχημένος, ήρεμος και διακριτικός» συνέχισε. Για κάποιο διάστημα έχασε επαφή μαζί του αλλά τον ξανασυνάντησε το 2013, κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης σιιτών πολιτοφυλάκων —των αποκαλούμενων Χούτι— εναντίον ενός κέντρου μελετών των σαλαφιστών στο Νταμάτζ, στην επαρχία Σάαντα, το προπύργιο των σιιτών στη βόρεια Υεμένη.
Σύμφωνα με έναν άλλο φοιτητή ο Σαΐντ Κουασί συμμετείχε ενεργά, μαζί με πολλούς άλλους ξένους φοιτητές, στην άμυνα του σαλαφιστικού κέντρου της Νταμάτζ, που τελικά όμως έπεσε στα χέρια των Χούτι τον Δεκέμβριο του 2013. Οι σαλαφιστές του κέντρου αυτού μεταφέρθηκαν στη Σαναά και τη Χοντέιντα (δυτική Υεμένη). Ο Σαΐντ ήταν μεταξύ των περίπου δέκα Ευρωπαίων που έφυγαν για τη Σαναά.
Ένας Υεμενίτης αξιωματούχος είπε ότι η γαλλική πρεσβεία στη Σαναά αρνήθηκε να βοηθήσει τους Γάλλους που ανήκαν σε αυτήν την ομάδα. Ο Υεμενίτης φοιτητής εξήγησε ότι έχασε κάθε επαφή μαζί του και αγνοεί πώς μπόρεσε να επιστρέψει στη Γαλλία.