Στο στόχαστρο του Νικολάς Μαδούρο βρέθηκαν οι ΗΠΑ, καθώς κατηγόρησε τη CIA και τον αμερικανικό στρατό ότι σχεδιάζουν τη δολοφονία του.
Παράλληλα, ο πρόεδρος της Βενεζουέλας έθεσε το ερώτημα για το αν ο Τζο Μπάιντεν έχει δώσει την έγκρισή του προκειμένου να συνεχιστεί η κατάστρωση του πλάνου.
«Ο Τζο Μπάιντεν επικύρωσε τις εντολές του Ντόναλντ Τραμπ να οδηγήσει τη Βενεζουέλα σε εμφύλιο πόλεμο και να μας σκοτώσει; Ναι ή όχι; Ρωτώ», δήλωσε ο πρόεδρος της Βενεζουέλας σχολιάζοντας, κατά τη διάρκεια στρατιωτικής τελετής, τις επισκέψεις του διευθυντή της CIA, Ουίλιαμ Μπερνς, και του επικεφαλής της Νότιας Διοίκησης (Southcom), ναυάρχου Κρεγκ Φάλερ, στην Κολομβία και τη Βραζιλία.
«Τι έχουν κάνει; Οι πηγές μας στην Κολομβία μας διαβεβαιώνουν (…) ότι ήρθαν για να προετοιμάσουν ένα σχέδιο που έχει στόχο να βλάψει τη ζωή μου και τη ζωή σημαντικών πολιτικών και στρατιωτικών ιθυνόντων (…) Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ενέκρινε το σχέδιο που έχει στόχο τη δολοφονία μου και αυτή σημαντικών πολιτικών και στρατιωτικών ιθυνόντων στη Βενεζουέλα; Ναι ή όχι;», ρώτησε.
Ο Νικολάς Μαδούρο, ο οποίος δεν παρουσιάζει καμία απόδειξη για τις κατηγορίες του, καταγγέλλει τακτικά σχέδια πραξικοπήματος, στρατιωτικής εισβολής ή δολοφονίας, αποδίδοντας την ευθύνη στις ΗΠΑ και τους περιφερειακούς συμμάχους τους, όπως η Κολομβία ή η Βραζιλία, που δεν αναγνώρισαν την επανεκλογή του το 2018.
Όπως ο προκάτοχός του Ντόναλντ Τραμπ, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν θεωρεί τον ηγέτη της αντιπολίτευσης Χουάν Γκουαϊδό ως προσωρινό πρόεδρο της Βενεζουέλας και δεν αναγνωρίζει τον Νικολάς Μαδούρο ως νόμιμο πρόεδρο.
Εδώ και τρία χρόνια, οι ΗΠΑ ενέτειναν τις διπλωματικές πιέσεις και τις οικονομικές κυρώσεις για να εκδιώξουν τον Μαδούρο από την εξουσία, αλλά χωρίς επιτυχία.
Ο Μπάιντεν υιοθέτησε ωστόσο μια πιο ευέλικτη διπλωματική προσέγγιση. Την περασμένη Παρασκευή, οι ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Καναδάς δήλωσαν ότι είναι πρόθυμοι να «επανεξετάσουν» τις κυρώσεις σε βάρος της χώρας αυτής της Καραϊβικής αν σημειωθεί πρόοδος στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων μεταξύ της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης για τη διεξαγωγή «αξιόπιστων, διαφανών και χωρίς αποκλεισμούς» τοπικών εκλογών, βουλευτικών και προεδρικών.