Η αστυνομία ερευνά σήμερα την κλοπή της ιστορικής κεντρικής πύλης του ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης του Νταχάου που φέρει το σύνθημα των Ναζί «Arbeit macht frei» (η εργασία απελευθερώνει).
Την κλοπή καταδίκασε σήμερα ο επικεφαλής του μνημείου στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου, στην κατεχόμενη από τους Ναζί Πολωνία, στο οποίο είχε γίνει πριν από πέντε χρόνια ένας παρόμοιος βανδαλισμός, όταν μια πύλη με παρόμοιο σύνθημα είχε κλαπεί από σουηδούς νεοναζί.
«Είναι μια επίθεση σε ένα σύμβολο, μια επίθεση στη μνήμη», δήλωσε ο Πιότρ Τσιβίνσκι, ο διευθυντής του Ιδρύματος Άουσβιτς. “Η ιστορία των στρατοπέδων συγκέντρωσης των Ναζί άρχισε στο Νταχάου”.
Ο ίδιος δήλωσε πως η κλοπή αυτή φανερώνει την ανάγκη να διεξαχθεί μια συζήτηση για τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν τα μνημεία, προσθέτοντας ότι σε όλη την Ευρώπη μνημεία όπως πρώην στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν χρηματοδοτούνται επαρκώς ώστε να διασφαλίζουν την ασφάλειά τους.
Η κλοπή στο Νταχάου ανακαλύφθηκε χθες, Κυριακή. Η αστυνομία δήλωσε πως η μαύρη, φτιαγμένη από σφυρήλατο σίδηρο πύλη είχε διαστάσεις ένα επί δύο μέτρα και αποτελούσε μέρος μιας μεγαλύτερης κύριας πύλης.
Η διευθύντρια του μνημείου Γκαμπριέλε Χάμερμαν χαρακτήρισε την πύλη «το κεντρικό σύμβολο του μαρτυρίου των κρατουμένων».
Το Νταχάου, κοντά στο Μόναχο στη νότια Γερμανία, άνοιξε το Μάρτιο του 1933, λίγο μετά την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία, για να φυλακιστούν σ’ αυτό αντίπαλοι του Τρίτου Ράιχ και αργότερα αυτοί από τους οποίους ήθελε να απαλλάξει τη Γερμανία, όπως εβραίοι, γκέι, Ρομά και θρησκευόμενοι Χριστιανοί.
Περισσότεροι από 200.000 άνθρωποι απ’ όλη την Ευρώπη φυλακίσθηκαν στο Νταχάου, το οποίο έγινε πρότυπο για τα άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης που κατασκεύασαν οι Ναζί στα 12 χρόνια που έμειναν στην εξουσία.
Υπολογίζεται ότι 41.500 άνθρωποι φονεύθηκαν στο Νταχάου πριν φθάσουν τα αμερικανικά στρατεύματα τον Απρίλιο του 1945.
Η Χάμερμαν δήλωσε πως από το 2001 μια ιδιωτική εταιρεία διασφαλίζει την ασφάλεια του μνημείου στο Νταχάου.
Δεν υπάρχουν κάμερες, πρόσθεσε, επειδή είχε αποφασισθεί πως δεν ήθελαν να μοιάζει με «φυλακή υψηλής ασφαλείας». Όμως η απόφαση αυτή πρέπει τώρα να επανεξετασθεί, δήλωσε.