Η επίτευξη ενός κόσμου με μηδενικό ισοζύγιο άνθρακα θα εξαρτηθεί από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που θα αντικαταστήσουν τις παραδοσιακές πηγές ενέργειας. Η προμήθεια όμως των ορυκτών και μετάλλων που είναι απαραίτητα για αυτές τις «πράσινες» τεχνολογίες βρίσκεται υπό απειλή, σύμφωνα με τη νέα παγκόσμια έκθεση Resourcing the Energy Transition: Marking the World Go Round που δημοσιεύεται από την KPMG και τον όμιλο Eurasia Group.
Έως το 2050 θα απαιτηθούν περισσότερα από τρία δισ. τόνοι ορυκτά όπως λίθιο, γραφίτης και κοβάλτιο. Παρά τα πλούσια αποθέματα η πρόσβαση σε αυτούς τους κρίσιμους πόρους έχει λάβει έντονα πολιτικό χαρακτήρα, με την γεωπολιτική ισχύ να αναμένεται να μετατοπιστεί από τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες σε χώρες όπου κυριαρχεί η εξόρυξη των μετάλλων. Με ένα σχετικά μικρό αριθμό χωρών να διαθέτουν κοιτάσματα, ο ανταγωνισμός για τους ζωτικούς αυτούς πόρους πρόκειται να είναι σκληρός καθώς οι κυβερνήσεις αποζητούν την ενεργειακή ασφάλεια.
Επιπλέον, ασκούνται ολοένα αυξανόμενες πιέσεις να καταστούν πιο βιώσιμες οι εξορύξεις. Οι πρώτες αυτές ύλες απαιτούν τεράστιες ποσότητες ενέργειας, εργασίας και κόπου για την εξόρυξη, επεξεργασία και κατανάλωσή τους, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφή του περιβάλλοντος και να μειώσει τη βιοποικιλότητα, ενώ ενδέχεται να επικρατούν και κακές εργασιακές συνθήκες.
Τέτοιοι δυνητικά αδύνατοι κρίκοι της εφοδιαστικής αλυσίδας δεν επηρεάζουν μόνο τον κλάδο της ενέργειας. Έχουν αντίκτυπο και σε κλάδους που εξαρτώνται από «πράσινες» τεχνολογίες και λύσεις αποθήκευσης ενέργειας, όπως οι υποδομές, οι μεταφορές και η αυτοκινητοβιομηχανία, καθώς και αυτές που ανταγωνίζονται για πόρους που βρίσκουν πολλαπλές εφαρμογές, π.χ. στην βιομηχανική παραγωγή και τις βιοεπιστήμες.
Στην έκθεση της KPMG υποστηρίζεται ότι η κυκλική οικονομία μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων. Η επαναχρησιμοποίηση, η ανακύκλωση και ο αναπροσανατολισμός των μετάλλων και των πρώτων υλών μπορούν να συνεισφέρουν στην βεβαιότητα της προμήθειας και δυνητικά να ελαττώσουν την μόλυνση και τις εκπομπές διοξειδίου άνθρακα ελαχιστοποιώντας της ανάγκη για εξορύξεις.
Η δημιουργία μια κυκλικής οικονομίας στην ενέργεια απαιτεί μια τεράστια συντονισμένη προσπάθεια από κυβερνήσεις, παραγωγούς φυσικών πόρων και εταιρείες που χρησιμοποιούν τους πόρους. Σύμφωνα με την έκθεση, εάν οι κυβερνήσεις αποσαφηνίσουν τις φιλοδοξίες τους ως προς την πράσινη ενέργεια, θα μπορέσουν να προγραμματίσουν τις ανάγκες τους σε φυσικούς πόρους, να στρέψουν τις επενδύσεις τους προς καθαρές τεχνολογίες και να διασφαλίσουν τις προμήθειες πρώτων υλών.
Οι εξορυκτικές επιχειρήσεις θα πρέπει να επιταχύνουν τις προσπάθειές τους για τη μείωση του περιβαλλοντικού τους αποτυπώματος, την προστασία του περιβάλλοντος και την εξυπηρέτηση των κοινωνιών τους, ως μέρος μια βιώσιμης στρατηγικής εξόρυξης και επεξεργασίας.
Εταιρείες από μια σειρά κλάδων, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, η αιολική και η ηλιακή ενέργεια και η παραγωγή μπαταριών, θα μπορούσαν να μειώσουν την τελική τους ζήτηση για μέταλλα και ορυκτά, εισάγοντας «κυκλικά» προγράμματα που εντάσσουν στην παραγωγή τους την επαναχρησιμοποίηση και την ανακύκλωση.