Έντονη είναι η ανησυχία που έχει προκληθεί στο Ιράν καθώς μεγάλος αριθμός υποψηφίων για τις προεδρικές εκλογές της 18ης Ιουνίου προέρχεται από τις τάξεις των στρατιωτικών. Την ίδια στιγμή υπάρχουν φόβοι στρατιωτικοποίησης της Ισλαμικής Δημοκρατίας.
Η συμμετοχή «υποψηφίων με στρατιωτικό παρελθόν δεν είναι κάτι καινούργιο», επεσήμανε ο Αχμάντ Ζεϊνταμπαντί, ανεξάρτητος δημοσιογράφος από την Τεχεράνη όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ο ναύαρχος Αλί Σαμχανί, γενικός γραμματέας του Ανώτατου Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, ο στρατηγός Μοχσέν Ρεζαΐ, πρώην επικεφαλής των Φρουρών της Επανάστασης, ο πρόεδρος του κοινοβουλίου Μοχαμάντ Μπαγέρ Γαλιμπάφ ή ο προκάτοχός του Αλί Λαριτζανί, και οι δύο πρώην μέλη των Φρουρών της Επανάστασης, δοκίμασαν την τύχη τους ως υποψήφιοι για την προεδρία.
Όμως «κανένας από αυτούς δεν ήταν ενεργό μέλος του στρατού», όταν έθεσε υποψηφιότητα, εξήγησε ο Χαμπίμπ Τορκασβάντ, δημοσιογράφος του πρακτορείου Fars, που πρόσκειται στους υπερσυντηρητικούς.
Φέτος, καθώς ανοίγει αύριο Τρίτη η περίοδος επίσημης κατάθεσης των υποψηφιοτήτων, όχι μόνο παρατηρείται «ο μεγαλύτερος αριθμός υποψηφίων που έχουν περάσει από τον στρατό», όπως αποκαλύπτει το επίσημο πρακτορείο Irna, αλλά κάποιοι εξ αυτών εξακολουθούν να είναι ενεργοί στο στράτευμα.
Αυτό συμβαίνει με τον στρατηγό Σαΐντ Μοχαμάντ: αν και παραιτήθηκε από τη θέση του διοικητή των Φρουρών της Επανάστασης προτού ανακοινώσει την υποψηφιότητά του, παραμένει σύμβουλος του επικεφαλής του σώματος, του στρατηγού Χοσεΐν Σαλαμί.
Το ίδιο συμβαίνει με τον ναύαρχο Ροστάμ Γασεμί. Ο πρώην υπουργός Πετρελαίου είναι αυτή την περίοδο αναπληρωτής σύμβουλος οικονομικών θεμάτων του επικεφαλής της δύναμης Κοντς, της ομάδας ελίτ των Φρουρών της Επανάστασης.
«Αρνητικές επιπτώσεις»
Εκτός από τους δύο αυτούς αξιωματικούς, ο στρατηγός Χοσεΐν Νεχκάν -υπουργός Άμυνας στην πρώτη κυβέρνηση του απερχόμενου προέδρου Χασάν Ροχανί (2013-2017) και νυν σύμβουλος του ανώτατου πνευματικού ηγέτη του Ιράν Αλί Χαμενεΐ- ήταν ο πρώτος που ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για την προεδρία στα τέλη του 2020. Ακολούθησαν ο Εζατολάχ Ζαργαμί, πρώην μέλος των Φρουρών της Επανάστασης που έχει διατελέσει επικεφαλής της κρατικής ραδιοτηλεόρασης του Ιράν, και ο στρατηγός Ρεζαΐ.
Οι Σαμχανί, Γαλιμπάφ και Λαριτζανί είναι επίσης πιθανοί υποψήφιοι.
Όλοι οι υποψήφιοι πρέπει να λάβουν την έγκριση του Συμβουλίου των Φρουρών του Συντάγματος.
Όμως η μετριοπαθής εφημερίδα Jomhouri-ye- Eslami έχει ήδη εκτιμήσει ότι η εκλογή «ενός στρατιωτικού ως επικεφαλής της κυβέρνησης» ενδέχεται να έχει «αρνητικές επιπτώσεις» για τη χώρα.
Ο μεταρρυθμιστής πρώην βουλευτής Αλί Μοταχαρί, ένας υποψήφιος που δεν έχει πολλές ελπίδες να λάβει την έγκριση του Συμβουλίου, παραλλήλισε την κατάσταση στο Ιράν με τα «πρώην» στρατιωτικά καθεστώτα «στην Τουρκία και το Πακιστάν», επισημαίνοντας ότι αυτές οι χώρες «πολέμησαν με πολλές δυσκολίες για να απελευθερωθούν από την στρατιωτική κυριαρχία».
Ο στρατηγός Ντεχκάν διαβεβαίωσε πρόσφατα ότι «στο Ιράν δεν υπάρχει κανένα ενδεχόμενο στρατιωτικοποίησης του κράτους».
Ο αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί, ιδρυτής της Ισλαμικής Δημοκρατίας, είχε ζητήσει από τους στρατιωτικούς «να μην παρεμβαίνουν στην πολιτική». Όμως υπό τον διάδοχό του αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ οι Φρουροί της Επανάστασης επέκτειναν τις δραστηριότητές τους στην πολιτική και την οικονομία, φτάνοντας στο σημείο, σύμφωνα με παρατηρητές, να δημιουργήσουν ένα κράτος εν κράτει.
«Προσωπική πρωτοβουλία»
«Ο νόμος δεν απαγορεύει τη συμμετοχή στρατιωτικών στις εκλογές (…), αλλά την παρέμβαση» του στρατού στις εκλογές, όπως στην περίπτωση που «μια ένοπλη δύναμη ανακοινώνει έναν υποψήφιο ή ενεργεί με τρόπο που να αλλάξει το αποτέλεσμα των εκλογών», εξήγησε ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου των Φρουρών του Συντάγματος, ο Αμπάς- Αλί Καντχονταΐ.
Οι φόβοι αυτών που ανησυχούν για το ενδεχόμενο στρατιωτικοποίησης του συστήματος ενισχύθηκαν μετά τη διαρροή και τη δημοσίευση στα τέλη Απριλίου μιας συνομιλίας του Ιρανού υπουργού Εξωτερικών Μοχαμάντ Τζαβάντ Ζαρίφ στην οποία ακούγεται να επικρίνει «την κυριαρχία» του στρατιωτικού τομέα στη χώρα.
Ο Ζαρίφ ζήτησε συγγνώμη όμως μετά τη δημοσίευση αυτής της συνομιλίας ο στρατηγός Ρεζαΐ ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για την προεδρία υιοθετώντας έναν τόνο επικριτικό προς τον υπουργό Εξωτερικών.
Αναμφίβολη απόδειξη ότι η συζήτηση κάθε άλλο παρά έχει τελειώσει αποτελεί το γεγονός ότι ο στρατηγός Σαλαμί, επικεφαλής των Φρουρών της Επανάστασης, δήλωσε στις 6 Μαΐου ότι «αν ένα μέλος των Φρουρών ή ένας στρατιωτικός αποφασίσουν να θέσουν υποψηφιότητα σε κάποιες εκλογές, πρόκειται για προσωπική πρωτοβουλία».
Για τον Ζεϊνταμπαντί οι επικριτές «ανησυχούν ότι μια στρατιωτική προεδρία θα οδηγήσει σε μια πρωτόγνωρη συγκέντρωση εξουσιών».
Όμως σύμφωνα με τον Τορκασβάντ, οι επικρίσεις αυτές δεν είναι παρά μια επίθεση «με πολιτικούς σκοπούς», ώστε να αποσταθεροποιηθεί το συντηρητικό κίνημα. Οι συντηρητικοί, που κυριάρχησαν στις βουλευτικές εκλογές του 2020, είναι φαβορί να κερδίσουν και στις προεδρικές εκλογές μετά την απογοήτευση που προκάλεσε στην κοινή γνώμη του Ιράν η συμμαχία των μετριοπαθών και των μεταρρυθμιστών που στηρίζουν τον Ροχανί.