Η Γερμανία, η ευρωπαϊκή χώρα που προτιμούν όσοι αιτούνται άσυλο για πολιτικούς λόγους, θα σκληρύνει τη νομοθεσία της απέναντι στους πρόσφυγες από χώρες των Βαλκανίων μετά το «πράσινο φως» που έδωσε σήμερα και η Μπούντεσρατ, η Άνω Βουλή του γερμανικού κοινοβουλίου.
Μεταξύ άλλων, το Βερολίνο θα διευκολύνει την επιστροφή στις χώρες προέλευσής τους όσων κατάγονται από τη Σερβία, την ΠΓΔΜ και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη καθώς θεωρεί ότι αυτές οι τρεις χώρες είναι «ασφαλείς» και δεν γίνονται σε αυτές διώξεις, βασανιστήρια, αυθαίρετες πράξεις βίας, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση.
Ωστόσο, πολλές οργανώσεις προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατήγγειλαν αυτήν την απόφαση υποστηρίζοντας ότι οι αιτούντες άσυλο που προέρχονται από τις χώρες αυτές είναι κυρίως μέλη της μειονότητας των Ρομά που υφίστανται διακρίσεις.
Πριν από τις θερινές διακοπές το συγκεκριμένο νομοσχέδιο είχε εγκριθεί από τη Μπούντεσταγκ, την Κάτω Βουλή, όχι όμως και από την Μπούντεσρατ που εκπροσωπεί τα γερμανικά κρατίδια.
Περίπου 200 άνθρωποι διαδήλωσαν νωρίτερα σήμερα έξω από το κτίριο της Μπούντεσρατ, διαμαρτυρόμενοι για τα προτεινόμενα μέτρα.
Η καγκελάριος της Γερμανίας Άγγελα Μέρκελ δικαιολόγησε το νομοσχέδιο που προωθεί η κυβέρνησή της εξηγώντας ότι θα πρέπει να χορηγηθεί βοήθεια σε αυτούς που την έχουν πραγματικά ανάγκη, όπως του Σύρους που ζητούν άσυλο εξαιτίας του πολέμου στη χώρα τους.
Οι οικολόγοι και η ριζοσπαστική αριστερά, είναι στην αντιπολίτευση σε ομοσπονδιακό επίπεδο όμως σε τοπικό μετέχουν σε πολλούς συνασπισμούς της πλειοψηφίας, είχαν εκφράσει πολλές επιφυλάξεις για το νομοσχέδιο αυτό, κυρίως όσον αφορά την αμφιλεγόμενη απόφαση να θεωρηθούν «ασφαλείς» χώρες η Σερβία, η ΠΓΔΜ και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη.
Τελικώς όμως ο κυβερνητικός συνασπισμός Οικολόγων-Σοσιαλδημοκρατών της Βάδης-Βυρτεμβέργης έδωσε την έγκρισή του, αφού προηγουμένως έλαβε τη διαβεβαίωση του Βερολίνου ότι θα χαλαρώσουν τα μέτρα σε άλλους τομείς, όπως σε ό,τι αφορά τον κατ’ οίκον περιορισμό.
Από το 2010 οι αιτήσεις χορήγησης ασύλου αυξάνονται αλματωδώς στη Γερμανία.
Το 2013 αυξήθηκαν κατά 64%, φτάνοντας τις 127.023 ενώ σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν 435.000. Φέτος, κυρίως λόγω των συγκρούσεων στη Συρία, το Ιράκ και τη Λωρίδα της Γάζας εκτιμάται ότι θα ξεπεράσουν τις 200.000.