«Ο ιμάμης που σίγησε» είναι ο τίτλος στο άρθρο του Spiegel Online. Το γερμανικό περιοδικό σημειώνει ότι «τον περασμένο Ιούλιο, για πρώτη φορά μετά από 86 χρόνια, ορίστηκαν και πάλι ιμάμηδες για την Αγία Σοφία. Πρώτος ιμάμης είχε γίνει ο Μεχμέτ Μποϊνουνκαλίν, ο οποίος συνδέεται οικογενειακά με το πολιτικό Ισλάμ στην Τουρκία και χαίρει υποστήριξης από συντηρητικούς θρησκευτικούς κύκλους. Κι όμως, μετά από οκτώ μήνες, η θέση του έχει χηρεύσει, αναφέρει η DW.
Στις 8 Απριλίου ο Μποϊνουνκαλίν παραιτήθηκε αιφνιδιαστικά από ένα αξίωμα που του εξασφάλιζε ιδιαίτερη επιρροή. Όπως ανέφερε σε ανακοίνωσή του επιθυμεί να επιστρέψει στα ακαδημαϊκά του καθήκοντα. Ωστόσο, η πολιτoλόγος Πινάρ Τρεμπλάι πιστεύει ότι η απόφασή του μάλλον δεν ήταν απόλυτα οικειοθελής. Τους προηγούμενους μήνες ο ιμάμης είχε αναμιχθεί σε πολιτικά ζητήματα, προκαλώντας οργισμένες αντιδράσεις από ορισμένους πολιτικούς του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP).
Όπως παρατηρεί το Spiegel Online «η πρώτη δημόσια αντιπαράθεση ανάμεσα σε μέλος του κόμματος και στον ιμάμη έγινε στις 7 Μαρτίου. Καθώς αυξάνεται ο αριθμός των δολοφονιών με θύματα γυναίκες στην Τουρκία και με αφορμή την Ημέρα της Γυναίκας, το ζήτημα της βίας κατά των γυναικών απασχολούσε την κοινή γνώμη. Με σχόλιό του στο Twitter ο Μποϊνουνκαλίν θέλησε να το υποβαθμίσει: ‘Η δολοφονία είναι πάντα δολοφονία. Το φύλο δεν έχει σημασία’. Στη συνέχεια έγραψε ότι ‘οι συνεχείς αναφορές σε γυναικοκτονίες δεν είναι παρά προπαγάνδα των μέσων ενημέρωσης, που θέλουν να κάνουν τη γυναίκα εχθρό του άνδρα’. Απαντώντας σε σχετικό ερώτημα, η Έζλεμ Ζενγκίν, βουλευτής του ΑΚΡ, χαρακτήρισε τις δηλώσεις ‘ανάρμοστες’, επέκρινε τον χρόνο της δημοσίευσης στο Twitter και δήλωσε ότι ‘ο Μποϊνουνκαλίν είναι καλύτερα να κάνει τη δουλειά του’».
Όλα είναι δυνατά, είναι το σύνθημα για την υποψήφια των Πρασίνων Αναλένα Μπέρμποκ
Από κόμμα διαμαρτυρίας οι «Πράσινοι» εξελίσσονται σε κόμμα εξουσίας- και μάλιστα σε μία εποχή που το παραδοσιακό κόμμα εξουσίας, οι Γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες (CDU), σπαράζεται από εσωκομματικές έριδες. Αυτή η απρόσμενη εξέλιξη σχολιάζεται εκτενώς στον γερμανικό τύπο με αφορμή την ομόφωνη ανακήρυξη της Αναλένα Μπέρμποκ σε κορυφαία υποψήφια των «Πρασίνων» για τη διαδοχή της Άγκελα Μέρκελ. «Η Μπέρμποκ θέλει να γίνει καγκελάριος» γράφει στο πρωτοσέλιδό της η Süddeutsche Zeitung. Σε σχόλιο με τίτλο «Το πράσινο πείραμα» η εφημερίδα του Μονάχου γράφει, μεταξύ άλλων: «Τώρα έγινε κι αυτό: Οι Πράσινοι ανακηρύσσουν την Αναλένα Μπέρμποκ υποψήφια για την καγκελαρία. Πριν από λίγο καιρό όλοι θα έβλεπαν μία τέτοια κίνηση ως ένδειξη μεγαλομανίας. Μόλις 8,9% συγκέντρωνε το κόμμα των Πρασίνων πριν από τέσσερα χρόνια. Να όμως που μετά από μία κοινοβουλευτική περίοδο η ελπίδα για το ισχυρότερο αξίωμα της χώρας γίνεται απτή πραγματικότητα. Είναι η πιο ξεκάθαρη ένδειξη για το πόσο έχει αλλάξει το πολιτικό τοπίο από το 2017». H αριστερή Tageszeitung (ΤΑΖ) βλέπει με συμπάθεια την υποψηφιότητα Μπέρμποκ, αλλά θέτει το ερώτημα αν η υποψήφια των Πρασίνων «μπορεί να ενσαρκώσει το Νέο που θέλουν να πρεσβεύουν οι Πράσινοι απέναντι σε όσους ψήφιζαν Μέρεκλ μέχρι σήμερα: ότι δεν αποτελούν εναλλακτικό κόμμα για κάποιες χειραφετημένες μειονότητες, αλλά αντιπροσωπεύουν το νέο Κέντρο της γερμανικής κοινωνίας, ότι είναι ένα φιλοευρωπαϊκό κόμμα, που εστιάζει στον κοινωνικό φιλελευθερισμό και επιδιώκει τον οικολογικό μετασχηματισμό της οικονομίας με κοινωνικές προδιαγραφές».
Με επιφύλαξη η Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ) σημειώνει: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, μετά από οκτώ χρόνια διακυβέρνησης των Χριστιανοδημοκρατών, των Χριστιανοκοινωνιστών και των Σοσιαλδημοκρατών, ένας νέος κυβερνητικός συνασπισμός θα έκανε καλό στη Γερμανία. Έτσι εξηγείται και ο προκαταβολικός έπαινος του επιχειρηματικού κόσμου για το πρόσωπο της Μπέρμποκ. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η χώρα θα ήταν σε καλύτερη θέση με εκείνη ως καγκελάριο. Μόνο στο περιθώριο της ομιλίας της ανέφερε εκείνους που συνέβαλαν όσο κανείς άλλος στη σημερινή ευημερία της Γερμανίας: τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τη βιομηχανία. Μέχρι στιγμής οι Πράσινοι δεν έχουν εξηγήσει πώς σκοπεύουν να χρηματοδοτήσουν τα επενδυτικά τους σχέδια, αξίας δισεκατομμυρίων. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι θα καθιερώσουν φόρο περιουσίας και θα χαλαρώσουν το φρένο του χρέους. Αλλά αυτό δεν αποτελεί μία βιώσιμη οικονομική και δημοσιονομική πολιτική».
Με ειρωνική διάθεση η εβδομαδιαία εφημερίδα Die Zeit παρατηρεί στην ιστοσελίδα της: «Εκεί έφτασαν λοιπόν τα πράγματα με τους Πράσινους. Ενώ η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση αλληλοσπαράσσεται σε έναν αγώνα εξουσίας για τον υποψήφιο καγκελάριο, οι Πράσινοι κάνουν κάτι που είναι εκπληκτικό, αν αναλογιστούμε ότι θεωρούνται ιδιαίτερα επιρρεπείς σε εσωτερικές έριδες: συστρατεύονται όλοι στον κοινό στόχο που είναι η συμμετοχή στην κυβέρνηση και- στην ιδανική περίπτωση- η πρωτοκαθεδρία στην κυβέρνηση. Προσωπικές προτιμήσεις και αντιπαλότητες υποχωρούν και δεν αποτελούν αντικείμενο συζήτησης, παρά μόνο στο εσωτερικό του κόμματος. Προς τα έξω όλοι επιδεικνύουν ενότητα».
«Η Ελλάδα πιέζει» για το προσφυγικό
Στις αποκαλούμενες «δευτερογενείς ροές» των προσφύγων αναφέρεται η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt. Πρόκειται για χιλιάδες ανθρώπους, που έχουν αναγνωριστεί στην Ελλάδα ως πρόσφυγες, αλλά ταξιδεύουν αεροπορικώς σε άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ και κυρίως στη Γερμανία, ζητώντας και εκεί άσυλο. Όπως σημειώνει ο ανταποκριτής της γερμανικής εφημερίδας «πολιτικοί παρατηρητές εκτιμούν ότι η Αθήνα, χορηγώντας ταξιδιωτικά έγγραφα σε ήδη αναγνωρισμένους πρόσφυγες, επιχειρεί να ασκήσει πιέσεις για αλλαγή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας περί ασύλου. Εδώ και χρόνια η Ελλάδα προσπαθεί να επιτύχει έναν δίκαιο διαμοιρασμό των μεταναστών σε όλα τα κράτη-μέλη, χωρίς επιτυχία μέχρι στιγμής. Ο Έλληνας υπουργός Μετανάστευσης Νότης Μηταράκης λέει ότι ‘δεν είναι δυνατόν να υφίστανται ένα τόσο δυσανάλογο βάρος οι χώρες πρώτης υποδοχής’. Μέχρι στιγμής δεν διαφαίνεται συμφωνία για την αλλαγή της νομοθεσίας περί ασύλου».