Ο «δολοφόνος με το κραγιόν» ήταν ένας κατ’ εξακολούθηση δολοφόνος και απαγωγέας που δραστηριοποιήθηκε στο Σικάγο κατά τα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας του 1940. Αν και ένας κατ’ επανάληψη διαρρήκτης, ο ύποπτος William Heirens ομολόγησε τις τρεις δολοφονίες, ενώ έκτοτε παραιτήθηκε από την ομολογία του με την αιτιολογία ότι ήταν αναγκασμένος να το κάνει.
Οι τρεις δολοφονίες ήταν εντυπωσιακά παρόμοιες, ειδικά εκείνες των γυναικών, με το τρίτο του θύμα να εντοπίζεται πεταμένο στους υπονόμους, αφού προηγουμένως είχε βρεθεί ένα σημείωμα σε χαρτονόμισμα για την απαίτηση λύτρων.
Το χρονικό των εγκλημάτων
Η πρώτη δολοφονία που αποδόθηκε στον «δολοφόνο με το κραγιόν» πραγματοποιήθηκε το βράδυ της 4ης Ιουνίου 1945. Το θύμα ήταν η 43χρονη Ζόζεφιν Ρος, η οποία αρχικά μαχαιρώθηκε και στη συνέχει ο θύτης της έκοψε το λαιμό. Το επόμενο θύμα, η 33χρονη Φράνσις Μπράουν, σκοτώθηκε από πυροβολισμό στο κεφάλι, μαχαιρώθηκε μετά τη δολοφονία της και το σώμα με κάποιο τρόπο τραυματίστηκε παρόμοια με εκείνο της Ρος.
Αυτή τη φορά, ωστόσο, ο δολοφόνος έγραψε ένα μήνυμα στον καθρέφτη πάνω από το κρεβάτι του θύματος με το κραγιόν της Μπράουν: «Για χάρη του Θεού, πιάστε με προτού σκοτώσω κι άλλες. Δεν μπορώ να ελέγξω τον εαυτό μου». Αυτός ήταν και ο λόγος που τα μέσα ενημέρωσης της εποχής του απέδωσαν το παρατσούκλι «ο δολοφόνος με το κραγιόν».
Το βράδυ της 7ης Ιανουαρίου του επόμενου έτους, η εξάχρονη Σουζάν Ντέγκναν απήχθη από το διαμέρισμα της οικογένειάς της, μεταφέρθηκε σε ένα κοντινό υπόγειο δωμάτιο πλυντηρίου, όπου στραγγαλίστηκε μέχρι θανάτου και διαμελίστηκε. Στη συνέχεια, τα μέρη του σώματός της απορρίφθηκαν σε αποχετεύσεις και λεκάνες τουαλέτας κοντά στο δωμάτιο πλυντηρίου, ενώ η αστυνομία τα βρήκε κάποιες εβδομάδες μετά. Η ιατροδικαστής εκτιμά ότι το άτυχο κορίτσι είχε πεθάνει μεταξύ 12.30- 1.00 π.μ.
Στο διαμέρισμα βρέθηκε ένα κακώς γραμμένο σημείωμα λύτρων που έλεγε στους γονείς να πληρώσουν 20.000 δολάρια σε χαρτονομίσματα των πέντε και δέκα δολαρίων για την επιστροφή της κόρης τους και να μην επικοινωνήσουν με την αστυνομία ή το FBI. Η υπόθεση προσέλκυσε μεγάλη προσοχή στα μέσα ενημέρωσης και προκάλεσε έντονο κυνηγητό από τις αρχές.
Εκείνη την εποχή, περίπου το 1946, ο Heirens ήταν ένας νεαρός εγκληματίας. Συνελήφθη για διάρρηξη, αλλά σύντομα βρέθηκε υπό την υποψία για κάτι πολύ πιο σοβαρό όταν τα αποτυπώματα και τα χειρόγραφα στοιχεία τον συνέδεαν με τη δολοφονία του κοριτσιού. Συνδέθηκε, επίσης, με τις άλλες δύο δολοφονίες, με τον ίδιο να ομολογεί και για τα τρία εγκλήματά του, προκειμένου να αποφευχθεί η θανατική ποινή. Όχι πολύ καιρό μετά την ομολογία του άρχισε να διαμαρτύρεται για την αθωότητά του.
Την υπεράσπισή του ανέλαβε η κόρη ενός δικηγόρου που ισχυρίστηκε για τον πελάτη της ότι δεν είχε καθόλου βίαιες τάσεις -παραβλέποντας εύκολα την αντίσταση που κατέβαλε όταν συνελήφθη, τραβώντας ακόμη και όπλο κατά του αστυνομικού. Τελικά, ο Heirens καταδικάστηκε σε τρεις φορές ισόβια, έκανε αρκετές εφέσεις για αποφυλάκιση οι οποίες απορρίφθηκαν, πέρασε περισσότερα από 65 χρόνια στη φυλακή και το 2012 πέθανε μετά από επιπλοκές εξαιτίας του διαβήτη.
Ο William Heirens ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία κρατούμενος στην ιστορία του συστήματος φυλακών του Ιλινόις και πιθανώς ο μεγαλύτερος κρατούμενος στον κόσμο.