Ουδείς πράκτορας της CIA πρόκειται να αντιμετωπίσει ποινική δίωξη για την καταστροφή των βιντεοκασετών στις οποίες απεικονίζονται «σκληρές» ανακρίσεις υπόπτων για τρομοκρατία, ανακοίνωσε το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ χθες Τρίτη.
Αν και η απόφαση ανακουφίζει την υπηρεσία κατασκοπείας των ΗΠΑ και την κυβέρνηση Ομπάμα –καθώς αντιμετώπιζαν το ενδεχόμενο να ξεσπάσει ξανά σάλος σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο από μια ενδεχόμενη δίκη– συνεχίζεται άλλη ομοσπονδιακή έρευνα για «κακομεταχείριση» κρατουμένων από προσωπικό της CIA.
Οργανώσεις προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κάνουν λόγο για βασανιστήρια στην δεύτερη περίπτωση–και για απόπειρα αποσιώπησής τους στην πρώτη.
Η έρευνα για τις βιντεοταινίες είχε αρχίσει τον Ιανουάριο του 2008 από τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Μάικλ Μακάσι, μετά τις αποκαλύψεις πως η CIA το 2005 κατέστρεψε εκατοντάδες ώρες υλικού από τις ανακρίσεις του Άμπου Ζουμπέιντα και του Αμπντ αλ Ραχίμ αλ Νασίρι.
Ο Ζουμπέιντα ήταν ένας από τους τρεις κρατούμενους που υποβλήθηκαν σε ανάκριση με τη χρήση μιας τεχνικής εικονικού πνιγμού (waterboarding). Πιστεύεται ότι το υλικό που καταστράφηκε περιλάμβανε εικόνες από τις συγκεκριμένες ανακρίσεις.
Μέλη του Κογκρέσου χαρακτηρίζουν την «τεχνική» αυτή βασανισμό, πάντως ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Ου. Μπους δεν δίστασε να υπεραμυνθεί της χρήσης της στα απομνημονεύματά του, που κυκλοφόρησαν την Τρίτη.
Ο ομοσπονδιακός εισαγγελέας Τζον Ντέρχαμ έκανε «εξαντλητική έρευνα» σχετικά με την καταστροφή του υλικού, ανέφερε εκπρόσωπος του υπουργείου Δικαιοσύνης, και συμπέρανε ότι δεν θα πρέπει να “ασκηθούν ποινικές διώξεις για την καταστροφή των βιντεοταινιών των ανακρίσεων”.
Ο διευθυντής της CIA Λίον Πανέτα καλωσόρισε την απόφαση. «Είμαστε ικανοποιημένοι», είπε. Η υπηρεσία υποστήριξε ότι προχώρησε στην καταστροφή του υλικού ώστε να αποφευχθεί η «διαρροή» του, που θα έθετε «σε κίνδυνο» τους ανακριτές. Επικριτές της CIA την κατηγορούν ότι στόχος της ήταν να συγκαλύψει παράνομες ενέργειες. Οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων χαρακτήρισαν «απίστευτη» την απόφαση, τονίζοντας ότι η καταστροφή του υλικού αποτέλεσε ένδειξη “πλήρους περιφρόνησης για τη νομιμότητα”, κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση της Αμερικανικής Ένωσης Πολιτικών Ελευθεριών (ACLU).