Ένας στους δέκα πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει υποστεί σωματική βία την τελευταία πενταετία, ενώ το 41% έχει έρθει αντιμέτωπο με κάποιου είδους παρενόχληση, όπως αποκαλύπτει έρευνα του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (FRA) της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Την ίδια ώρα, ωστόσο, τα θύματα δεν καταγγέλλουν τις εμπειρίες τους και συχνά έχουν δυσκολίες πρόσβασης στα δικαιώματά τους.
Στην έρευνα, την πρώτη που διεξήχθη ποτέ σε επίπεδο ΕΕ για την εμπειρία του γενικού πληθυσμού σχετικά με εγκλήματα, καταγράφονται τα βιώματα περίπου 35.000 ανθρώπων από όλες τις χώρες της ΕΕ, τη Βρετανία και τη Βόρεια Μακεδονία, σχετικά με τη βία, την παρενόχληση, τη διάρρηξη και τις απάτες, καθώς και ο αντίκτυπός τους στα θύματα. Η έρευνα διεξήχθη από τον Ιανουάριο ως τον Οκτώβριο του 2019. Το δείγμα στην Ελλάδα ήταν 1.001 άτομα.
Όπως προκύπτει, το 9% των πολιτών της ΕΕ είχε εμπειρία σωματικής βίας τα τελευταία πέντε χρόνια πριν από την έρευνα, ενώ το ποσοστό ανά χώρα κυμαίνεται από 3% έως 18%. Στην Ελλάδα το 5% δήλωσε ότι έχει υποστεί σωματική βία την τελευταία πενταετία. Ως θύτες των εγκλημάτων σωματικής βίας οι ερωτηθέντες ανέφεραν τα άγνωστα προς αυτούς άτομα (32%), ωστόσο ακολουθούν οι γνωστοί/φίλοι/γείτονες (28%) και οι συγγενείς (20%). Τα ποσοστά στην Ελλάδα ήταν 28% για αγνώστους, 31% για γνωστούς και 33% για συγγενείς.
Το ποσοστό παρενόχλησης (από επιθετικά σχόλια κατά πρόσωπο έως απειλητικές χειρονομίας και μηνύματα που αποστέλλονται διαδικτυακά) κατά την τελευταία πενταετία ανήλθε στο 41% στην ΕΕ, ενώ κυμαίνεται από 15% έως 62% σε εθνικό επίπεδο. Τα ευρήματα της έρευνας καταδεικνύουν ότι η παρενόχληση είναι πολύ πιο διαδεδομένη από τη σωματική βία, ωστόσο ορισμένες ομάδες στην κοινωνία αντιμετωπίζουν παρενόχληση σε υψηλότερα ποσοστά. Οι θύτες παρενόχλησης ήταν στο μεγαλύτερο ποσοστό τους άγνωστοι (57%) και ακολουθούν οι γνωστοί/φίλοι/συγγενείς (18%) και οι συνάδελφοι/πελάτες (16%). Στην Ελλάδα τα ποσοστά ήταν 41%, 30% και 14%, αντίστοιχα.
Το 8% των πολιτών στην ΕΕ έχει υποστεί διάρρηξη του σπιτιού ή άλλης περιουσίας του τα τελευταία πέντε χρόνια πριν από την έρευνα, ενώ αντίστοιχο είναι το ποσοστό των ατόμων που βίωσε διαδικτυακή τραπεζική απάτη ή απάτη σχετική με την πιστωτική ή χρεωστική κάρτα την τελευταία πενταετία. Ένας στους τέσσερις έχει έρθει αντιμέτωπος με καταναλωτική απάτη, δηλαδή εξαπάτηση ως προς την ποσότητα, ποιότητα, τιμολόγηση ή παράδοση αγαθών και υπηρεσιών που αγόρασε. Πολλά περιστατικά αυτού του είδους απάτης αφορούσαν διασυνοριακές αγορές, οπότε τα θύματα αγόρασαν προϊόντα και υπηρεσίες μέσω διαδικτύου, τηλεφώνου ή ταχυδρομείου.
Οι πιο ευάλωτοι απέναντι στο έγκλημα είναι οι νέοι (σχεδόν το ένα τέταρτο των νέων 16-29 ετών έχει πέσει θύμα σωματικής επίθεσης τα τελευταία χρόνια), οι ΛΟΑΤΚΙ (19%), όσοι έχουν αναπηρία (17%) και όσοι προέρχονται από κάποια εθνοτική μειονότητα (22%). Ευάλωτες είναι και οι γυναίκες: οι σωματικές επιθέσεις εναντίον γυναικών (εκτός της σεξουαλικής βίας) συνέβησαν συχνότερα στα σπίτια τους (37%) με τη συχνή εμπλοκή μέλους της οικογένειάς τους ή συγγενούς. Αντίθετα, σχεδόν τρία στα τέσσερα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης εναντίον γυναικών (72%) διαπράχθηκαν από κάποιον που δεν ήξεραν και τα περισσότερα συνέβησαν δημόσια.
Τα θύματα συχνά αγνοούν τα δικαιώματά τους, δεν αναφέρουν τα εγκλήματα εξαιτίας του φόβου των αντιποίνων ή του εκφοβισμού τους από τους θύτες. Μόλις το ένα τρίτο των θυμάτων κατήγγειλε στην αστυνομία τη σωματική επίθεση και το 11% το περιστατικό παρενόχλησης. Τα άτομα που είναι μεγαλύτερα σε ηλικία, έχουν χαμηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης ή παλεύουν για να τα βγάλουν πέρα οικονομικά είναι γενικά λιγότερο πρόθυμα να εμπλέξουν τις αρχές επιβολής του νόμου. Στην Ελλάδα το ποσοστό αναφοράς στην αστυνομία είναι χαμηλό και ανέρχεται στο 12% (την ώρα που στη Γαλλία είναι 40% και στη Γερμανία 37%).
Τρεις στους πέντε ερωτηθέντες σε ευρωπαϊκό επίπεδο που κατήγγειλαν παρενόχληση ή σωματική βία στην αστυνομία δήλωσαν ικανοποιημένοι από τον τρόπο με τον οποίο η αστυνομία χειρίστηκε το περιστατικό, ωστόσο το αντίστοιχο ποσοστό ικανοποίησης για τους καταγγέλλοντες που δεν είναι πολίτες της χώρας στην οποία ζουν ήταν χαμηλότερο (42%). Όσοι δεν ανέφεραν το περιστατικό βίας ή παρενόχλησης, ανέφεραν ως συχνότερο λόγο ότι δεν θεώρησαν το περιστατικό αρκετά σημαντικό για να το καταγγείλουν.
Συχνότερα στις Αρχές καταγγέλλονται τα εγκλήματα κατά περιουσίας (73%), όπως και τα περιστατικά διαδικτυακής τραπεζικής απάτης. Επίσης, υψηλότερα ποσοστά αναφοράς στις Αρχές έχουν τα σοβαρότερα περιστατικά σωματικής βίας, τα οποία οδήγησαν σε τραυματισμό, ήταν σεξουαλικής φύσης ή είχαν ψυχολογικές επιπτώσεις. Συγκεκριμένα, το 60% των βίαιων περιστατικών σεξουαλικής φύσης καταγγέλθηκε στην αστυνομία, αν και ο αριθμός των καταγγελιών ήταν μικρότερος όταν ο θύτης ήταν μέλος της οικογένειας ή συγγενής (μόνο το 22% των περιστατικών αυτών αναφέρθηκε στην αστυνομία).
Επιπλέον, το 54% των πολιτών της ΕΕ δήλωσε ότι εάν βρεθεί μάρτυρας σε έγκλημα, είναι διατεθειμένος ή πολύ διατεθειμένος να παρέμβει. Στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία και τη Βόρεια Μακεδονία οι πολίτες ήταν περισσότερο διατεθειμένοι να παρέμβουν προσωπικά, παρά να καλέσουν την αστυνομία. Αντίθετα, στην Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο και τη Βρετανία οι πολίτες εξέφρασαν περισσότερο τη διάθεση να καλέσουν την αστυνομία παρά να παρέμβουν οι ίδιοι.
Ο διευθυντής του FRA, Μάικλ Ο’ Φλάχερτι, σημειώνει ότι «η μεγάλη διαφορά μεταξύ των επίσημων στοιχείων για τα εγκλήματα και των εμπειριών των ανθρώπων από εγκλήματα ρίχνει φως στην πραγματική έκταση του εγκλήματος στην ΕΕ». Ο ίδιος διευκρινίζει ότι «η ΕΕ έχει νομοθεσία για την εκπλήρωση των δικαιωμάτων των θυμάτων εγκλήματος, όπως προκύπτει από το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Οι εθνικές κυβερνήσεις πρέπει να κάνουν περισσότερα για να παρέχουν στα θύματα την υποστήριξη που χρειάζονται».
Ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ ζητάει από τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν την πρόσβαση των θυμάτων στη δικαιοσύνη, να παρέχουν σε όλα τα θύματα κατάλληλες πληροφορίες, υποστήριξη και προστασία, αλλά και να προσφέρουν στοχευμένη υποστήριξη στους πιο ευάλωτους και τις γυναίκες. Επίσης, να διευκολύνουν την αναφορά των εγκλημάτων, με τη βοήθεια της κοινωνίας των πολιτών ή των υπηρεσιών υγείας.
Σημειώνεται ότι η 22α Φεβρουαρίου έχει ανακηρυχθεί ως Ευρωπαϊκή Ημέρα για τα Θύματα Εγκληματικών πράξεων.