«Μπορούν τα γιαπωνέζικα αθλητικά παπούτσια να κάνουν στους Γερμανούς ό,τι έκαναν οι γιαπωνέζικες φωτογραφικές μηχανές» ήταν ο τίτλος της εργασίας του Φιλ Νάιτ, ενός δρομέα μεσαίων αποστάσεων και σπουδαστή στο πανεπιστήμιο του Όρεγκον. Κατά τη διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων, τον Νάιτ προπονούσε ο καθηγητής του πανεπιστημίου, Μπιλ Μπάουερμαν, ο πρώτος που εφάρμοσε το πρωτοποριακό για την εποχή τζόκινγκ ως άσκηση για τους αμερικανούς δρομείς.
Γράφει η Νίκη Παπάζογλου
Ο Μπάουερμαν, ήταν από τους λίγους προπονητές που είχε προσπαθήσει και παλαιότερα να εξασφαλίσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στους αθλητές του. Πειραματιζόταν είτε με ισοτονικά ποτά, είτε με καινοτομίες που εφάρμοζε ο ίδιος σε αθλητικά παπούτσια, αφού οι κατασκευαστές του 1950 αγνοούσαν τις ιδέες που πρότεινε.
Οι δυο τους συζητούσαν συχνά για την έλλειψη ενός αξιόλογου αμερικανικού παπουτσιού ικανού να ανταγωνιστεί εκείνα των αντίστοιχων γερμανικών βιομηχανιών, από εκεί φαίνεται να προέκυψε και η ιδέα για την εργασία του Νάιτ. Σ’ αυτήν ουσιαστικά πρότεινε την κατασκευή παπουτσιών στη μακρινή Ιαπωνία, χώρα με φτηνότερο εργατικό δυναμικό, και την μετέπειτα εισαγωγή τους στην Αμερική.
Η ίδρυση της Blue Ribbon Sports
Με την ολοκλήρωση των σπουδών του ο Νάιτ αποφάσισε να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο του. Αν και τα πρώτα γράμματα σε γνωστές Ιαπωνικές βιομηχανίες έμειναν αναπάντητα, ένα τηλεφώνημα στην άγνωστη τότε Onitsuka Co., μετέπειτα Asics, αποδείχτηκε αρκετό για να πείσει τον ιδιοκτήτη για τη συνεργασία. Έτσι ο Νάιτ γίνεται ο αποκλειστικός αντιπρόσωπος των παπουτσιών Tiger στην Αμερική.
Όταν έφτασε το πρώτο δείγμα με παπούτσια, ο Νάιτ πήγε κάποια ζευγάρια στον Μπάουερμαν, ελπίζοντας να τον βοηθήσει να τα πουλήσει σε αθλητές. Αντ’ αυτού, ο Μπάουερμαν προτείνει στον Νάιτ να γίνουν συνεργάτες με απώτερο στόχο να προωθήσουν τις ιδέες του για την κατασκευή αθλητικών παπουτσιών στην Onitsuka.
Το 1964, επενδύοντας 500 δολάρια ο καθένας, ιδρύουν την Blue Ribbon Sports. Ο Νάιτ αποθήκευε τα παπούτσια στο υπόγειο του σπιτιού του και τα πουλούσε από το πίσω κάθισμα του πράσινου Plymouth Valiant αυτοκινήτου του κατά τη διάρκεια αγώνων δρόμου που διοργανώνονταν σε σχολεία και κολέγια. O Μπάουερμαν απ’ την άλλη, πειραματιζόταν με την βελτίωση των παπουτσιών, αναζητώντας τρόπους που θα τα έκαναν ελαφρύτερα τεστάροντας τα δείγματα στους δρομείς του πανεπιστημίου. Κατ΄ουσίαν τα θεμέλια για την ίδρυση της Nike είχαν μπει.
Ο Μπάουερμαν συνέχισε να εργάζεται στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον και ο Νάιτ παράλληλα με την πώληση των παπουτσιών απασχολούνταν σε ένα λογιστικό γραφείο στο Πόρτλαντ. Αυτός ήταν και ο λόγος που οι δύο ιδιοκτήτες αποφάσισαν να προσλάβουν έναν υπάλληλο για να διοικεί την εταιρεία όταν οι παραγγελίες άρχισαν να αυξάνουν. Ο Τζέφ Τζόνσον, δρομέας και ο ίδιος, έγινε ο πρώτος υπάλληλος της Blue Ribbon Sports το 1965 και αποδείχτηκε ανεκτίμητος για τη νέα εταιρεία.
Η γέννηση της επωνυμίας Nike
Ο Τζόνσον ασχολήθηκε με την προώθηση της εταιρείας, σχεδίασε τα πρώτα διαφημιστικά φυλλάδια, τύπωσε τις πρώτες αφίσες, φωτογράφισε τα παπούτσια για τους πρώτους καταλόγους. Επίσης εγκαινίασε ένα σύστημα παραγγελιών και άνοιξε το πρώτο κατάστημα στη Σάντα Μόνικα. Τέλος ήταν εκείνος που επινόησε το όνομα της νέας εταιρείας.
Όταν οι σχέσεις της BRS με την Onitsuka άρχισαν να χαλάνε, ο Νάιτ και ο Μπάουερμαν αποφάσισαν να κάνουν το μεγάλο άλμα περνώντας από την διανομή στην παραγωγή των δικών τους πλέον επώνυμων παπουτσιών. Τότε συνειδητοποίησαν πως ένα πιο εμπορικό όνομα ήταν απαραίτητο. Για την εύρεση του ονόματος κλήθηκαν όλοι οι υπάλληλοι να καταθέσουν προτάσεις. Εντέλει το όνομα που επιλέχθηκε ήταν το Nike, ιδέα του Τζόνσον, ο οποίος είχε δει τη φτερωτή θεά Νίκη στο όνειρό του.
Αν και ο Νάιτ δεν εντυπωσιάστηκε, ο Τζόνσον δικαιολόγησε την επιλογή του ισχυριζόμενος πως τα γνωστότερα ονόματα αμερικανικών επιχειρήσεων ήταν δισύλλαβα ή μονοσύλλαβα. Εντέλει το όνομα Nike επιλέχθηκε από τους περισσότερους αφού ήταν πολύ καλύτερο κι από το «Dimension Six», που είχε προτείνει ο ίδιος ο Νάιτ. Το μόνο που έλειπε για την έναρξη της νέας εταιρείας ήταν ένα λογότυπο το οποίο ανέλαβε να σχεδιάσει η Κάρολαιν Ντάιβιντσον. Με έμπνευση από το φτερό της θεάς Νίκης σχεδιάζει το γνωστό σήμα και αμείβεται με μόλις 35 δολάρια, αφού το αποτέλεσμα δεν ενθουσίασε τον ιδιοκτήτη.
Την ίδια περίοδο ο Μπάουερμαν καινοτομεί σε ένα από τα σχέδια παραγωγής της εταιρείας. Η ιδέα προκύπτει καθώς κοιτάζει τη γυναίκα του να φτιάχνει βάφλες στην ειδική τοστιέρα. Αναλογιζόμενος τα καλύτερα αποτελέσματα από άποψη έλξης που θα προσέφερε μια τέτοιου είδους σόλα, αποφασίζει να δημιουργήσει μια σόλα οδοντωτή και ελαφρύτερη από εκείνες των μέχρι τότε παπουτσιών.
Με νέο λογότυπο, νέο όνομα και νέα σχεδιαστική καινοτομία, το μόνο που χρειαζόταν πλέον η Nike για να κάνει την διαφορά ήταν ένας αθλητής. Χάρη της καταγωγής και των δύο ιδιοκτητών από το Όρεγκον, ο αθλητής που επιλέχθηκε με κοινή καταγωγή άκουγε στο όνομα Στιβ Πρεφοντέν. Η επιλογή αποδείχτηκε σωστή, όταν ο Στιβ φορώντας τα νέα Nike κέρδισε την τέταρτη θέση – οι τρεις πρώτοι αθλητές φορούσαν παπούτσια Adidas – στους Ολυμπιακούς του Μονάχου το 1972, κάνοντας γνωστή την εταιρεία παγκοσμίως. Μόνο που ο τραγικός θάνατός του από αυτοκινητιστικό δυστύχημα, το 1975 τερμάτισε εκτός από την συνεργασία του με την Nike και μια μεγάλη αθλητική πορεία που πολλοί εκτιμούσαν πως θα είχε.
Μέσα σε 10 χρόνια, χάρη στην εφευρετικότητα και την τόλμη των ιδιοκτητών, οι πωλήσεις της εταιρείας καταφέρνουν και εκτοπίζουν την Adidas από την κορυφή. Η Nike επεκτείνεται και σε άλλους τομείς και παράγει πλέον ποικίλα προϊόντα. Στην Αμερική εμφανίζονται τα Niketown, τεράστια εμπορικά κέντρα που διαθέτουν αποκλειστικά προϊόντα της εταιρείας. Το φτερό της θεάς Νίκης γίνεται ένα από τα διασημότερα εμπορικά σήματα μέχρι και σήμερα κι ας κόστισε μόνο 35 δολάρια. Αν και όπως λέγεται, ο Νάιτ χρόνια μετά κάλεσε την Κάρολαιν σε δείπνο και της χάρισε ένα χρυσό δαχτυλίδι με το σήμα που η ίδια είχε σχεδιάσει και μερικές μετοχές της εταιρείας.