Πλήρως ασύμβατες είναι, μέχρι στιγμής, οι θέσεις της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής πλευράς στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, σύμφωνα με έγγραφο του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Ν. Αναστασιάδη, το οποίο δόθηκε στα πολιτικά κόμματα ενόψει της συνεδρίασης του Εθνικού Συμβουλίου, την επόμενη Δευτέρα 14 Ιουλίου. Η τουρκική πλευρά, με τις θέσεις της, ουσιαστικά επιδιώκει να δημιουργηθεί ένα συνιστών κρατίδιο, το οποίο θα έχει και διεθνείς σχέσεις και θα συνάπτει διεθνείς συμφωνίες.

Στο έγγραφο, το οποίο αποκαλύπτει η εφημερίδα «Φιλελεύθερος» αναφέρεται ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά επιχειρεί να παρακάμψει τη συζήτηση για το εδαφικό, την ασφάλεια και τις εγγυήσεις, καθώς και την ουσιαστική συζήτηση του θέματος των εποίκων. Η τουρκική πλευρά ισχυρίζεται ότι το εδαφικό θα πρέπει να συζητηθεί μετά την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης σε όλα τα υπόλοιπα κεφάλαια, καθότι είναι θέμα που θα προκαλέσει αναστάτωση στον πληθυσμό. Σε αυτήν τη φάση μπορούν να συζητηθούν τα γενικά κριτήρια.

Επίσης, υποστηρίζει ότι η ασφάλεια και οι εγγυήσεις θα πρέπει να συζητηθούν μόνο στο πλαίσιο πολυμερούς διάσκεψης, με τη συμμετοχή των εγγυητριών δυνάμεων. Ακόμη, αναφέρει ότι δεν υπάρχουν έποικοι, επιμένοντας ότι έχουν ενσωματωθεί στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και κάνει διαχωρισμό ανάμεσα στους υπηκόους του ψευδοκράτους, που θεωρεί ότι θα πρέπει να καταστούν αυτοδικαίως υπήκοοι της ενωμένης Κύπρου, και τους λοιπούς κατοίκους των Κατεχομένων, το καθεστώς των οποίων θα εξελιχθεί με βάση τον νόμο περί ιθαγένειας.

Στο έγγραφο, για το οποίο δημοσιεύει ρεπορτάζ και η εφημερίδα «Σημερινή» σημειώνεται ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά κατέστησε σαφές πως δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί το τρέχον στάδιο των ουσιαστικών διαπραγματεύσεων, εάν δεν κατατεθούν ολοκληρωμένες προτάσεις επί όλων των πτυχών όλων των ζητημάτων του Κυπριακού «και δεν έχουμε πλήρη εικόνα και γνώση της κατάστασης».

Σύμφωνα με τον «Φιλελεύθερο», για τη διακυβέρνηση-εκτελεστική εξουσία, η ελληνοκυπριακή προτείνει, ο Πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος να προέρχονται από διαφορετικές συνιστώσες πολιτείες. Κάθε πολίτης της ενωμένης Κύπρου θα μπορεί να είναι υποψήφιος για μία από αυτές τις δύο θέσεις. Ο Πρόεδρος θα εκλέγεται με καθολική ψηφοφορία και με απόλυτη πλειοψηφία (50% συν 1 ψήφοι). Ένα από τα υπουργεία Εξωτερικών, Άμυνας ή Οικονομικών θα κατανεμηθεί σε έναν υπουργό που θα προέρχεται από την τουρκοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία. Όπου είναι δυνατό οι αποφάσεις θα λαμβάνονται με ομοφωνία. Εάν δεν είναι δυνατό κάτι τέτοιο, οι αποφάσεις θα λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των παρόντων και ψηφιζόντων μελών, περιλαμβανομένου ενός μέλους από κάθε συνιστώσα πολιτεία.

Η τουρκοκυπριακή πλευρά προτείνει για την Προεδρία, να αποτελείται από δύο μέλη (ένας Ελληνοκύπριος και ένας Τουρκοκύπριος, που θα εναλλάσσονται, εκ περιτροπής, στη θέση του Προέδρου με αναλογία 4:2. Ο Ελληνοκύπριος θα εκλέγεται από την ελληνοκυπριακή κοινότητα και ο Τουρκοκύπριος από την τουρκοκυπριακή, μέσω ξεχωριστών και παράλληλων εκλογών. Οι υπουργοί Οικονομικών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων δεν θα προέρχονται από την ίδια συνιστώσα πολιτεία. Το υπουργικό θα επιδιώκει να λαμβάνει αποφάσεις με συναίνεση. Όταν κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, θα λαμβάνει αποφάσεις με απλή πλειοψηφία των παρόντων και ψηφιζόντων μελών, νοουμένου ότι περιλαμβάνονται δύο μέλη από την κάθε συνιστώσα πολιτεία.

Για τη νομοθετική εξουσία, η ελληνοκυπριακή πλευρά προτείνει να αποτελείται η Γερουσία από ίσο αριθμό μελών από κάθε κοινότητα. Στη Βουλή των Αντιπροσώπων η ψηφοφορία θα διεξάγεται με βάση τη μόνιμη κατοικία ή το καθεστώς της εσωτερικής ιθαγένειας, υπό την προϋπόθεση ότι κάθε συνιστώσα πολιτεία θα διαθέτει τουλάχιστον το ένα τέταρτο των εδρών. Κάθε Σώμα θα εκλέγει έναν πρόεδρο και δύο αντιπροέδρους, έναν από κάθε συνιστώσα πολιτεία. Οι πρόεδροι των δύο Σωμάτων δεν θα προέρχονται από την ίδια συνιστώσα πολιτεία. Ο αντιπρόεδρος κάθε Σώματος που δεν προέρχεται από την ίδια συνιστώσα πολιτεία που προέρχεται ο πρόεδρος του αντίστοιχου Σώματος θα είναι ο πρώτος αντιπρόεδρος του εν λόγω Σώματος. Σε κάθε Σώμα θα απαιτείται η παρουσία της πλειοψηφίας των μελών του, προκειμένου να ληφθεί απόφαση (απαρτία).

Η τουρκοκυπριακή πρόταση προβλέπει ότι η Γερουσία θα αποτελείται από ίσο αριθμό μελών από κάθε κοινότητα. Στη Βουλή των Αντιπροσώπων η ψηφοφορία θα διεξάγεται με βάση το καθεστώς της εσωτερικής ιθαγένειας, νοουμένου ότι κάθε συνιστώσα πολιτεία θα διαθέτει τουλάχιστον το ένα τέταρτο των εδρών. Κάθε Σώμα θα εκλέγει έναν πρόεδρο και δυο αντιπροέδρους, έναν από κάθε συνιστώσα πολιτεία. Οι πρόεδροι των δύο Σωμάτων δεν θα προέρχονται από την ίδια συνιστώσα πολιτεία. Ο αντιπρόεδρος εκάστου Σώματος που δεν θα προέρχεται από την ίδια συνιστώσα πολιτεία που προέρχεται ο πρόεδρος του αντίστοιχου Σώματος θα είναι ο πρώτος αντιπρόεδρος του εν λόγω Σώματος. Σε κάθε Σώμα θα απαιτείται η παρουσία της πλειοψηφίας των μελών του, προκειμένου να ληφθεί απόφαση (απαρτία). Εάν ορίζεται διαφορετικά, για την έγκριση των νόμων θα απαιτείται η έγκριση και των δύο Σωμάτων με απλή πλειοψηφία, συμπεριλαμβανομένου τουλάχιστον του ενός τετάρτου των παρόντων και ψηφιζόντων γερουσιαστών από κάθε κοινότητα. Θα απαιτείται ειδική πλειοψηφία (2/5) των παρόντων και ψηφιζόντων μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων για ειδικούς νόμους και αποφάσεις που θα καταγραφούν στο Σύνταγμα.

Για τις αρμοδιότητες της κεντρικής κυβέρνησης, η ελληνοκυπριακή πλευρά εντάσσει σε αυτές την εξωτερική πολιτική και τις εξωτερικές σχέσεις, τις σχέσεις με την ΕΕ, τα ζητήματα που αφορούν την περαιτέρω ολοκλήρωση της ΕΕ και τον διορισμό των ομοσπονδιακών υπαλλήλων, συμπεριλαμβανομένων των διπλωματικών και αξιωματούχων της ΕΕ. Σε σχέση με την οικονομία, στις αρμοδιότητες της κεντρικής κυβέρνησης εντάσσεται η λειτουργία της Κεντρικής Τράπεζας, που περιλαμβάνει ρύθμιση και εποπτεία του τραπεζικού κλάδου και των τραπεζικών κανονισμών, νομισματική πολιτική (υπό την αίρεση των εξουσιών και αρμοδιοτήτων της ΕΕ και της ΕΚΤ), χρηματοπιστωτικά θέματα, ανταγωνισμό, μέτρα και σταθμά, καθώς επίσης, δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις και ζητήματα που σχετίζονται με ζωτικές υπηρεσίες και υποδομές (FIR, φυσικοί πόροι κ.λπ.).

Η τουρκοκυπριακή πλευρά εντάσσει στις αρμοδιότητες της κεντρικής κυβέρνησης τις σχέσεις με την ΕΕ και θέματα γύρω από αυτήν, τα οποία θα καταγραφούν στο Σύνταγμα. Επίσης, εντάσσει επικοινωνίες, μετεωρολογία, κυπριακή ιθαγένεια, καταπολέμηση τρομοκρατίας, ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, χωρικά ύδατα, ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα. Τα θέματα θα ρυθμίζονται με ειδική πλειοψηφία από τη νομοθετική εξουσία. Σε ό,τι αφορά τις εξωτερικές σχέσεις γίνεται αναφορά στο δικαίωμα των συνιστώντων πολιτειών να συνάπτουν διεθνείς συμφωνίες στους τομείς αρμοδιοτήτων τους και αμυντική πολιτική. Στην κεντρική κυβέρνηση θα εντάσσονται και οι αρμοδιότητες για φυσικούς πόρους και αεροπορικές μεταφορές. Η ρύθμιση και εποπτεία του τραπεζικού τομέα, η ρύθμιση και εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα, η πνευματική ιδιοκτησία και ο ανταγωνισμός θα είναι αρμοδιότητες της κεντρικής κυβέρνησης μόνο εάν συσταθεί ανεξάρτητη ρυθμιστική αρχή(τέσσερις Ελληνοκύπριοι και τρεις Τουρκοκύπριοι) που θα αποφασίζει εάν και εφόσον θα υπάρχουν δύο θετικοί ψήφοι από κάθε κοινότητα.

Στο κεφάλαιο των εξωτερικών σχέσεων, η τουρκική πλευρά επιμένει ότι ο αντιπρόεδρος θα συνοδεύει τον Πρόεδρο στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Όπως είναι γνωστό, αυτό δεν μπορεί να ισχύσει, καθώς δεν προβλέπεται από τους κανόνες λειτουργίας της ΕΕ. Ακόμη, υποστηρίζει πως θα μπορούν τα συνιστώντα κρατίδια να συνάπτουν διεθνείς συμφωνίες σε όλους τους τομείς της αρμοδιότητάς τους. Αναφέρει, δε, ότι συνιστώντα κρατίδια θα μπορούν να έχουν διπλωματική δυνατότητα σε εμπορικά και πολιτιστικά θέματα και θα εκπροσωπούνται από λειτουργούς που θα εγγράφονται στο διπλωματικό σώμα. Τουλάχιστον το 1/3 του διπλωματικού προσωπικού θα προέρχεται από έκαστο συνιστών κράτος, ενώ θα υπάρχει ισάριθμη εκπροσώπηση σε 12 και πλέον μεγάλες διπλωματικές αποστολές. Επίσης, αναφέρεται σε ΟΗΕ, Νέα Υόρκη, Γενεύη, Βιέννη, Συμβούλιο της Ευρώπης, Τουρκία, Ελλάδα, Γερμανία και μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Η ελληνοκυπριακή πλευρά σημειώνει πως οι εξωτερικές σχέσεις και η διεθνής εκπροσώπηση αποτελούν βασική αρμοδιότητα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και υποδεικνύει ότι θα εξαντλούνται τα εσωτερικά μέσα διαβούλευσης, προκειμένου να μην μπλοκάρει η χώρα αποφάσεις στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ. Σε ό,τι αφορά την ποσόστωση του διπλωματικού σώματος προτείνεται το 70:30. Η σύναψη διεθνών συνθηκών είναι η αποκλειστική αρμοδιότητα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.