Εδώ και μια εβδομάδα, όλα τα μάτια είναι και πάλι στραμμένα στο Ιράκ. Ηδη από τον περασμένο Ιανουάριο, η κατάληψη της Φαλούτζα από τους αντάρτες του «Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και το Λεβάντε» και η αδυναμία των τακτικών ιρακινών δυνάμεων να ανακαταλάβουν την πόλη, που βρίσκεται σε απόσταση μόλις 100 χιλιομέτρων από τη Βαγδάτη, είχαν δείξει πόσο εύθραυστο είναι το καθεστώς. Τώρα μοιάζει να καταρρέει όλο το βόρειο κομμάτι της χώρας. Και υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να αλλάξουν τα σύνορα που εγκαθιδρύθηκαν το 1920.
Οι συγκρούσεις αυτές αναλύονται συνήθως με όρους θρησκευτικών πολέμων (για παράδειγμα Σιίτες εναντίον Σουνιτών). Η ανάγνωση αυτή, όμως, αν και απαραίτητη, δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε τις εντάσεις που προκαλεί η ακραία ανισότητα της κατανομής του πλούτου σε αυτή την περιοχή του κόσμου. Πολλοί παρατηρητές έχουν επισημάνει ότι η επέλαση του ΙΚΙΛ απειλεί τη Σαουδική Αραβία και τα πετρελαϊκά εμιράτα (παρόλο που εκεί κυριαρχούν οι Σουνίτες, όπως και στο ΙΚΙΛ). Πρόκειται δηλαδή για μια επανάληψη, σε μεγαλύτερη κλίμακα, της προσάρτησης του Κουβέιτ από το Ιράκ, το 1991.
Αν εξετάσουμε την περιοχή που εκτείνεται από την Αίγυπτο ως το Ιράν, περνώντας από τη Συρία, το Ιράκ και την αραβική χερσόνησο, βλέπουμε ότι οι πετρελαϊκές μοναρχίες συγκεντρώνουν το 60% του περιφερειακού ΑΕΠ, ενώ εκεί ζει μόλις το 10% του πληθυσμού. Επιπλέον, γράφει στη Λιμπερασιόν ο γάλλος οικονομολόγος Τομά Πικετί, ένα δυσανάλογο μέρος αυτού του πλούτου ανήκει σε μια μειοψηφία των κατοίκων των πετρομοναρχιών, ενώ μεγάλες ομάδες (κυρίως γυναίκες και μετανάστες εργάτες) ζουν σε συνθήκες που μοιάζουν με τη δουλεία. Τα καθεστώτα αυτά υποστηρίζονται πολιτικά και στρατιωτικά από τις δυτικές δυνάμεις, που είναι ευχαριστημένες να χρηματοδοτούν με τα ανταλλάγματα αυτής της στήριξης τις ποδοσφαιρικές τους ομάδες. Δεν είναι περίεργο, έτσι, που τα μαθήματα δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης που δίνει η Δύση δεν λένε και πολλά στους νέους της Μέσης Ανατολής.
Η ανισότητα των εισοδημάτων στη Μέση Ανατολή είναι σαφώς υψηλότερη από αυτή που παρατηρείται στις πιο άνισες χώρες του πλανήτη, περιλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, της Βραζιλίας και της Νότιας Αφρικής. Ενας άλλος τρόπος να περιγραφεί αυτή η πραγματικότητα είναι ο ακόλουθος. Το 2013, ο συνολικός προϋπολογισμός του αιγυπτιακού κράτους για τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης σε αυτή τη χώρα των 85 εκατομμυρίων κατοίκων ήταν κάτω από 10 δισεκατομμύρια δολάρια. Λίγες εκατοντάδες χιλιόμετρα πιο πέρα, τα πετρελαϊκά έσοδα φτάνουν τα 300 δισεκατομμύρια δολάρια για τη Σαουδική Αραβία των 20 εκατομμυρίων κατοίκων και υπερβαίνουν τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια για το Κατάρ των 300.000 κατοίκων.
Την ίδια ώρα, η διεθνής κοινότητα αναρωτιέται αν πρέπει να επαναλάβει ένα δάνειο μερικών δισεκατομμυρίων δολαρίων προς την Αίγυπτο ή να περιμένει να αυξηθούν πρώτα οι φόροι στα αναψυκτικά και τα τσιγάρα.
Τι μπορεί να γίνει για να αντιμετωπιστεί αυτή η εκρηκτική ανισότητα; Πρώτα απ΄όλα, γράφει ο Πικετί, πρέπει να αποδείξουμε στους πληθυσμούς ότι ενδιαφερόμαστε περισσότερο για την κοινωνική ανάπτυξη της περιοχής παρά για τις σχέσεις μας με τους εμίρηδες. Μια κοινή ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική θα μας επέτρεπε να αναδείξουμε τις αξίες μας και το κοινωνικό μας μοντέλο, αντί να περιοριζόμαστε στα στενά οικονομικά μας συμφέροντα. Για να μετρήσει στην παγκοσμιοποίηση και να συμβάλει στο να γίνει ο πλανήτης λίγο πιο δίκαιος, η Ευρώπη οφείλει περισσότερο από ποτέ να προχωρήσει στην πολιτική της ενοποίηση.