Η προέλαση των ισλαμιστών σουνιτών μαχητών στο Ιράκ έχει τις ρίζες της στην επέμβαση στη χώρα από τον αμερικανικό στρατό το 2003, κληροδότημα της οποίας ήταν η δημιουργία ενός πολύ επικίνδυνου κενού εξουσίας και μια αιματηρή διαδογματική σύγκρουση.
Για τους επικριτές του Τζορτζ Ου. Μπους και των «γερακιών» της κυβέρνησής του η κατάληψη της επαρχίας Νινευή και αρκετών πόλεων του βόρειου Ιράκ από τους αντάρτες του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και το Λεβάντε (ΙΚΙΛ) αποτελεί μια ακόμη απόδειξη της πλήρους έλλειψης διορατικότητας της Ουάσινγκτον το 2003.
«Μπορούμε να αποδώσουμε την αποτυχία στο Ιράκ στο κακό που επικρατεί στον κόσμο, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η καταστροφική απόφαση να ξεκινήσει πόλεμος το 2003 είναι το σημείο από το οποίο άρχισαν» τα τωρινά δεινά της χώρας, αναφέρει ο Μπρους Ρίντερ πρώην πράκτορας της CIA και νυν ειδικός του Brookings Institution.
Ο Χουάν Κόουλ, καθηγητής Ιστορίας του πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, επισημαίνει ότι το χάος στο Ιράκ μοιάζει με «κατηγορητήριο» εναντίον της κυβέρνησης Μπους, που ξεκίνησε έναν πόλεμο με τον ψευδή ισχυρισμό ότι το καθεστώς του Σαντάμ Χουσέιν συνδέεται με την αλ Κάιντα.
Πρόκειται για μια «ειρωνεία», εκτιμά ο Κόουλ, διότι επεμβαίνοντας στο Ιράκ ο Μπους και ο αντιπρόεδρός του Ντικ Τσέινι δημιούργησαν τις ιδεώδεις συνθήκες να εγκατασταθούν μόνιμα στη χώρα η αλ Κάιντα και εξτρεμιστές σουνίτες. «Η χώρα βρέθηκε σε τέτοιο σημείο αδυναμίας που η αλ Κάιντα κατάφερε να καταλάβει και να κρατά κάποιες επαρχίες» σήμερα, εξηγεί ο Κόουλ.
Επιπλέον, η πτώση του Σαντάμ Χουσέιν επέτρεψε στο Ιράν να επεκτείνει την επιρροή του στο Ιράκ χάρη στις σχέσεις του με την κυβέρνηση της χώρας όπου υπερισχύουν οι σιίτες και η οποία με τη σειρά της αποξένωσε μεγάλο μέρος της σουνιτικής μειονότητας.
Μεταξύ των παραπόνων των σουνιτών είναι ο στιγματισμός τους και οι αντιτρομοκρατικοί νόμοι, οι οποίοι, όπως καταγγέλλουν, έχουν στόχο εκείνους. Πρόκειται για μια οργή την οποία εκμεταλλεύθηκε η αλ Κάιντα και οι σουνίτες εξτρεμιστές.
Όμως οι επιπτώσεις της αμερικανικής επέμβασης είναι εμφανείς και στην πλήρη καταστροφή των ιρακινών θεσμών που υπήρχαν υπό το καθεστώς Χουσέιν.
«Όταν οι Αμερικάνοι έφτασαν το 2003 κατέστρεψαν το ιρακινό κράτος, τον στρατό του, τη διοίκησή του, την αστυνομία του, όλα όσα επιτρέπουν σε μια χώρα να σταθεί όρθια», έγραψε πρόσφατα ο δημοσιογράφος Ντέξτερ Φίλκινς στο περιοδικό New Yorker.
Η πιο ξεκάθαρη απόδειξη αυτού δόθηκε την προηγούμενη εβδομάδα όταν ιρακινοί στρατιώτες, με ελλιπή εξοπλισμό και εκπαίδευση, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους μπροστά στην επέλαση των τζιχαντιστών.
Ο στρατός, κλειδί του καθεστώτος Χουσέιν, διαλύθηκε το 2003 από τον Πολ Μπρέμερ, τον αμερικανό πολιτικό διοικητή του Ιράκ.
Οι Αμερικανοί, συνεχίζει ο Φίλκινς, «επί εννέα χρόνια προσπαθούσαν να δημιουργήσουν ένα κράτος για να αντικαταστήσουν αυτό που είχαν καταστρέψει». Και την εποχή της αποχώρησής τους, τον Δεκέμβριο του 2011, «δεν είχαν ολοκληρώσει το έργο».
Όμως ο αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα ήθελε να επιστρέψουν τα αμερικανικά στρατεύματα στις ΗΠΑ, ενώ οι Ιρακινοί «δεν επιθυμούσαν ιδιαίτερα (τα στρατεύματα) να παραμείνουν» στο Ιράκ, υπογραμμίζει ο ίδιος.
«Αυτοί που κατασκευάσαμε καταρρέει. Ιδού η πραγματική κληρονομία του πολέμου των ΗΠΑ στο Ιράκ», καταλήγει ο Φίλκινς. Αλλά και στη διεθνή σκηνή οι επικριτές του Μπους υπενθυμίζουν τη σχέση μεταξύ της επέμβασης του 2003 και της τρέχουσας κατάστασης.
«Είχαμε προειδοποιήσει εδώ και καιρό ότι η περιπέτεια που ξεκίνησαν οι Αμερικανοί και οι Άγγλοι θα τελείωνε άσχημα», δήλωσε την Πέμπτη ο ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ.
«Πριν 11 χρόνια ο πρόεδρος των ΗΠΑ είχε ανακοινώσει τη νίκη της δημοκρατίας στο Ιράκ και έκτοτε η κατάσταση έχει επιδεινωθεί εξαιρετικά», πρόσθεσε.