Κάθε χρόνο στις 11 Δεκεμβρίου, στο χωριό Αλύκο, κοντά στους Αγίους Σαράντα, οι κάτοικοι του κάμπου του Βούρκου με τα μειονοτικά χωριά αποτίουν φόρο τιμής στα τέσσερα παιδιά τους που έχασαν τη ζωή τους στα σύνορα, ένα βήμα προτού περάσουν τα συρματοπλέγματα και… αναπνεύσουν άνεμο Ελλάδας.
Το περιστατικό που μνημονεύει το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων εκτυλίχθηκε σχεδόν πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Ενβέρ Χότζα, επί περιόδου διακυβέρνησης της Αλβανίας από τον Ραμίζ Αλία: το 1990. Όταν, δηλαδή, η κατάσταση σε πολιτικό επίπεδο στη γειτονική χώρα ξεκίνησαε να γίνεται ιδιαίτερα ασταθής…
Έβρεχε ολημερίς. Με το θόλωμα, ένα κινεζικής κατασκευής καμιόνι, από τα ελάχιστα οχήματα που κυκλοφορούσαν τότε, πλησίασε τα συρματοπλέγματα του στρατοπέδου «Τζάστα» στους λόφους των Αγίων Σαράντα. Από το φυλάκιο μιας απόμερης σκοπιάς ξεπετάχτηκε ένας στρατιώτης με το καλάσνικοφ κάτω από τη χλαίνη, κάθισε στη θέση του συνοδηγού και το καμιόνι χάθηκε μουγκρίζοντας μέσα στη νύχτα.
Το ριψοκίνδυνο εγχείρημα φυγής των δυο φίλων, και μαζί μερικών άλλων ομογενών που «φόρτωσαν» στη συνέχεια από το μειονοτικό χωριό Αλύκο, είχε ξεκινήσει. Πλην όμως, το ταξίδι προς το όνειρο θα πνιγεί στο αίμα στα σύνορα. Θα γίνει, όμως, ο πυροκροτητής της μοναδικής δυναμικής εξέγερσης στην Αλβανία εναντίον του καθεστώτος.
Χιλιάδες ομογενείς, έχοντας «επ’ ώμου» τα φέρετρα των νεκρών βάδισαν οπλισμένοι με τσεκούρια, ρόπαλα, σιδηρολοστούς και τσουγκράνες προς την πόλη των Αγίων Σαραντα και συγκρούστηκαν στις παρυφές της με την αστυνομία, τον στρατό και ομάδες πολιτοφυλακής του κόμματος, που εστάλησαν για να τους αναχαιτίσουν.
Φτάνοντας στα σύνορα, απέναντι από το χωριό Μαυρομάτι Θεσπρωτίας, οι πέντε νέοι, Βαγγελής Μήτρου από το χωριό Γέρμα, Θανάσης Κότσης, Θωμάς Μάσιος και Αντώνης Ραφτης από το Αλυκο και ο στρατιώτης με καταγωγή από το Φίερι, εγκατέλειψαν σε μικρή απόσταση το φορτηγό και συνέχισαν πεζή. Με το που πλησίασαν τα ηλεκτροφόρο συρματοπλέγμα, όμως έγιναν αντιληπτοί από τους φρουρούς που άρχισαν να πυροβολούν εναντίον τους.
Ο στρατιώτης της παρέας ανταπέδωσε τα πυρά σκοτώνοντας έναν Αλβανό φρουρό και η σύγκρουση γενικεύτηκε. Δυο από τους ομογενείς σκοτώθηκαν επιτόπου και οι άλλοι δυο τραυματίστηκαν βαριά, ενώ συνελήφθη ο οπλισμένος Αλβανός στρατιώτης, για τον ρόλο του οποίου πολλά ειπώθηκαν στη συνέχεια.
Νεκροί και τραυματίες μεταφέρθηκαν στο κοντινό χωριό Τσιφλίκι, όπου σύμφωνα με μαρτυρίες ντόπιων, εν μέσω κραυγών και βογκητών, δόθηκε η χαριστική βολή στους δυο βαριά τραυματισμένους νέους. Με το που έφτασε το νέο στο χωριό, εκατοντάδες άνθρωποι ξεκίνησαν για τα σύνορα, άλλοι για να παραλάβουν τις σορούς και άλλοι για να περάσουν εκμεταλλευόμενοι τη σύγχυση στην Ελλάδα.
Μ ένα καμιόνι που «επίταξαν» στη διαδρομή, μετέφεραν τα νεκρά παιδιά στο χωριό, που έβραζε από θυμό εναντίον του καθεστώτος και ζητούσε εκδίκηση. Με συνοπτικές διαδικασίες, αποφάσισαν να κινηθούν κουβαλώντας και τα φέρετρα με τις σορούς των παιδιών προς τους Αγίους Σαράντα για να κάψουν τα γραφεία του κόμματος και της αστυνομίας.
«Ήταν μια πρωτόγνωρη κατάσταση, ένας αυθόρμητος ξεσηκωμός»
Ο δεκαεφτάχρονος τότε Λεωνίδας Παπάς, που βρέθηκε στην κορυφή της πορείας των οργισμένων, κρατώντας ένα καπάκι από τα φέρετρα αφηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, τριάντα ακριβώς χρόνια μετά. «Ήταν μια πρωτόγνωρη κατάσταση, ένας αυθόρμητος ξεσηκωμός. Άντρες, γυναίκες, γερόντοι, μικρά παιδιά ξεκινήσαμε με μοιρολόγια, κατάρες και συνθήματα για να πάμε να βάλουμε φωτιά στους Αγίους Σαράντα.
Δεν υπήρχε ούτε οργάνωση ούτε καθοδήγηση, ο κάθε ένας έκανε αυτό που τον εξέφραζε. Φωνάζαμε συνθήματα “κάτω η δικτατορία”, “Ζήτω η ελευθερία”, “Ραμίζ Αλία δολοφόνε” και κάπου κάπου ακουγόταν και κανένα “Ένωση με την Ελλάδα”. Επικρατούσε ένας παροξυσμός, τέτοια συνθήματα δεν είχαν ακουστεί ποτέ. Ξεχείλιζε η οργή και το πάθος, ήμασταν αποφασισμένοι για όλα. Στη διαδρομή ενώνονταν μαζί μας και άλλοι Έλληνες από τα μειονοτικά χωριά, στο τέλος γίναμε πάνω από δυο με τρεις χιλιάδες».
Σε απόσταση δυο χιλιομέτρων από τους Αγίους Σαράντα, σε μια χαράδρα στο χωριό Λυκούρσι, το καθεστώς είχε αναπτύξει δυνάμεις του στρατού (χωρίς όπλα), της αστυνομίας και παρακρατικών της κομματικής πολιτοφυλακής, για να εμποδίσει την είσοδο της πομπής στην πόλη.
«Με το που φτάσαμε πρόσωπο με πρόσωπο, μας ζήτησαν να κάνουμε πίσω. Μπροστά πήγαιναν τα φέρετρα και πίσω ένας κόσμος που δεν συγκρατιόταν με τίποτα. Κάποια στιγμή έγινε η σύγκρουση. Μια οχλοβοή ακουγόταν από πίσω μας και ο κόσμος μας έσπρωχνε μπροστά.
Απωθήσαμε τους στρατιώτες που δεν έφεραν όπλα και συγκρουστήκαμε με τους αστυνομικούς που κάποια στιγμή άρχισαν να πυροβολούν. Στη θέα των τραυματιών, το πλήθος εξαγριώθηκε. Άκουγες από παντού φωνές, βρισιές, εκκλήσεις μανάδων που είχαν χάσει μέσα στον πανζουρλισμό τα παιδιά τους, τα μοιρολόγια παρέπεμπαν σε τελετή αρχαίας τραγωδίας.
Κάποια στιγμή προς το απόγευμα επικράτησαν οι πιο ψύχραιμες φωνές και αποφασίστηκε να γυρίσουμε πίσω για να κηδέψουμε τα παιδιά. Εξάλλου, τον σκοπό μας τον είχαμε πετύχει. Τέτοιο πράγμα δεν είχαν ματαγίνει στην Αλβανία».
«Επικρατούσε μια ατμόσφαιρα υπερδιέγερσης. Ζούσαμε ώρες αυτονομίας»
Στην ερώτηση για το πώς αντέδρασε το καθεστώς Αλία σε αυτό το πρωτοφανές ξέσπασμα των ομογενών, ο Λεωνίδας Παπάς, μηχανικός σήμερα και τέως πρόεδρος της Ομόνοιας, λέει: «Για αρκετές μέρες στο χωριό επικρατούσε μια ατμόσφαιρα υπερδιέγερσης. Ζούσαμε ώρες αυτονομίας, απουσίας του καθεστώτος, πρωτοφανές. Ούτε αστυνομία, ούτε τίποτα. Κανένας ένστολος».
Από την αστυνομία υπήρχαν «μπλόκα σε απόσταση από τις εισόδους της πόλης και δεν επέτρεπαν στους Αλυκιώτες να πάνε στους Αγίους Σαράντα. Ούτε τους Αλυκιώτες που ζούσαν στους Αγίους Σαράντα επέτρεπαν να βγουν. Φοβούνταν ότι θα πάμε ένας ένας και κατόπιν θα ενωθούμε και θα διαδηλώσουμε μέσα στην πόλη.
Και συνεχίζει: «Μια μέρα μας έστειλαν μήνυμα με τους χαφιέδες τους ότι ο συνοριοφύλακας που σκοτώθηκε στα σύνορα ήταν από τον βορρά και επειδή οι Βόρειοι έχουν το νόμο της εκδίκησης, προσπαθούσαν να διαδώσουν ότι κατεβαίνουν μαζικά από τον βορρά για να σκοτώσουν και να πάρουν το αίμα πίσω. Ότι έρχεται τεράστιο κονβόι, το οποίο σταμάτησε η αστυνομία που δήθεν μας προστάτευσε από μακελειό.
Θυμάμαι ότι όταν κυκλοφόρησε αυτή η φήμη, μαζεύτηκαν στο χωριό με τσεκούρια, τρικούλια, μαχαίρια, δρεπάνια για να αμυνθούν, όλοι οι χωριανοί. Μερικοί φοβήθηκαν και έλεγαν να μετακομίσουμε για ένα διάστημα σε άλλο γειτονικό χωριό για να μας προστατεύσουν εκεί οι Έλληνες. Είκοσι μέρες μετά ανακοινώθηκε από το καθεστώς ότι θα έχουμε πλουραλισμό, άρχισαν να μιλούν ανοιχτά όλοι ενατίον του καθεστώτος, χαλάρωσε το πράγμα.
Τα ΜΜΕ του καθεστώτος “έπνιξαν” το θέμα. Υπήρχε τότε η κρατική τηλεόραση, ένα κανάλι, ενημερωτική εφημερίδα ήταν μόνο η “Ζέρι Πόπουλιτ”, υπήρχε το ραδιόφωνο του Αργυρόκαστρου, ελεγχόμενα φυσικά, υπήρχαν και κάποιες εφημερίδες καθαρά πολιτιστικού περιεχομένου, καμιά σχέση με την επικαιρότητα».
Για να συμπληρώσει: «Δεν είπαν φυσικά τίποτα. Ό,τι μαθεύτηκε, μαθεύτηκε από στόμα σε στόμα. Θα ήταν εντελώς διαφορετικά τα πράγματα εάν αυτά γίνονταν το ’85 ή και νωρίτερα, το καθεστώς θα είχε ξεριζώσει ολόκληρο το χωριό και θα μας έστελναν εξορία. Θα έλεγαν ότι αυτοί θα μας μολύνουν όλη την περιοχή. Θα εκτελούσαν πολλούς, θα φυλάκιζαν ακόμα περισσότερους, θα γινόταν λαϊκό δικαστήριο για όλο το χωριό. Θα έφευγε όλο το χωριό. Δύσκολα θα γινόταν κάτι τέτοιο χωρίς να το θεωρώ απίθανο.
Πάντως, μπορεί να είχε αρχίσει δειλά δειλά να χαλαρώνει κάπως, και να συζητάει ο ένας με τον άλλο για το καθεστώς, δεν τολμούσε όμως ακόμα κανείς να σκεφθεί να περάσει στην Ελλάδα…».
Έναν χρόνο μετά, το καθεστώς κατέρρευσε και οι κάτοικοι του Αλύκου έκαναν τα πρώτο μνημόσυνο για τα ηρωικά τους παιδιά.
Το 1994, με απόφαση του προέδρου Σαλί Μπερίσα, οι τέσσερις ομογενείς θα αναγορευθούν επισήμως «μάρτυρες της Δημοκρατίας» και το 2007, με χρήματα του ελληνικού κοινοβουλίου αναγέρθηκε στην πλατεία του Αλυκο μνημείο, όπου κάθε χρόνο, την 12η Δεκεμβρίου, που κηδεύτηκαν οι τέσσερις νέοι, τελείται μνημόσυνο και ακολουθούν εκδηλώσεις. Μια σεμνή επιμνημόσυνη τελετή θα γίνει και αύριο με τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από την αποφράδα εκείνη ημέρα στο χωριό.
* Οι φωτογραφίες είναι από το ΑΠΕ-ΜΠΕ.