Προειδοποίηση για τις τρομακτικές επιπτώσεις της ελονοσίας στην υποσαχάρια Αφρική απευθύνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, σημειώνοντας πως οι θάνατοι από τη νόσο, οι οποίοι θα οφείλονται εν πολλοίς στην υπερφόρτωση των συστημάτων υγείας εξαιτίας της πανδημίας του νέου κορονοϊού, θα ξεπεράσουν στα κράτη της υποσαχάριας Αφρικής αυτούς που θα προκαλέσει η ίδια η COVID-19 φέτος.
Πάνω από 409.000 άνθρωποι σε παγκόσμιο επίπεδο — οι περισσότεροι βρέφη και μικρά παιδιά στις πιο φτωχές περιοχές του κόσμου — πέθαναν το 2019 εξαιτίας της ασθένειας, η οποία μεταδίδεται από τα κουνούπια, όπως ανέφερε ο Οργανισμός σε έκθεσή του για τη διεθνή προσπάθεια εξάλειψης της ασθένειας.
Φέτος, ο αριθμός των θυμάτων αναμένεται ότι θα είναι υψηλότερος, εξαιτίας όμως της πανδημίας του νέου κορονοϊού, σύμφωνα με το ΑΜΠΕ.
«Η εκτίμησή μας είναι ότι ανάλογα με τον βαθμό δυσχερειών και ελλείψεων στις υπηρεσίες υγείας οι πλεονάζοντες θάνατοι εξαιτίας της ελονοσίας μπορεί να κυμανθούν από τους 20.000 ως τους 100.000 στην υποσαχάρια Αφρική», τόνισε ο Πέδρο Αλόνσο, διευθυντής του προγράμματος του ΠΟΥ για την αντιμετώπιση της ελονοσίας. «Οι περισσότεροι» από τους ασθενείς που θα πεθάνουν είναι «μικρά παιδιά», συμπλήρωσε.
«Είναι πολύ πιθανό η πλεονάζουσα θνητότητα της ελονοσίας να είναι υψηλότερη από τη θνητότητα της COVID-19», πρόσθεσε το ίδιο στέλεχος του οργανισμού, που αποτελεί μέρος του συστήματος του ΟΗΕ.
Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, το 2019 καταγράφηκαν 229 εκατομμύρια κρούσματα ελονοσίας, αριθμός που παραμένει σχετικά σταθερός τα τελευταία 4 χρόνια. Παρά τις άνευ προηγουμένου προκλήσεις που εγείρει η πανδημία του νέου κορονοϊού, πολλές χώρες δίνουν σκληρή μάχη και αντιμετωπίζουν την ασθένεια, κατά τον Οργανισμό.
Το 2019 τέσσερις χώρες κατέγραψαν σχεδόν τα μισά κρούσματα στον πλανήτη: η Νιγηρία (27%), η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (12%), η Ουγκάντα (5%) και η Μοζαμβίκη (4%).
Όμως «η μακροπρόθεσμη επιτυχία ως προς τον στόχο ο κόσμος να απαλλαγεί από την ελονοσία μέσα σε μια γενιά απέχει πολύ από το να είναι εγγυημένη», σημείωσε ο ΠΟΥ. Ορισμένες από τις χώρες της Αφρικής που πλήττονται περισσότερο δυσκολεύονται να σημειώσουν ουσιαστική πρόοδο από το 2016 και μετά.
Πάντως στην έκθεση υπογραμμίζεται πως από το 2000, 21 χώρες κατάφεραν να εξαλείψουν την ελονοσία, ενώ η Ινδία καταγράφει τα πιο θεαματικά αποτελέσματα την τελευταία διετία, με μεγάλη πτώση των μολύνσεων (–18%) και των θανάτων (–20%). Ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι η πρόοδος σε έξι χώρες που αρδεύονται από τον Μεκόνγκ στη νοτιοανατολική Ασία, που βρίσκονται σε καλό δρόμο για την επίτευξη του στόχου να εξαλείψουν την ασθένεια ως το 2030. Ήδη, κατάφεραν να μειώσουν τον αριθμό των κρουσμάτων κατά 90% μεταξύ του 2000 και 2019.
Εξαιτίας της μετάδοσής της από τα κουνούπια σε πολλές περιοχές του κόσμου, ο μισός πληθυσμός της υφηλίου κινδυνεύει να προσβληθεί. Η ελονοσία συνεχίζει να σκοτώνει ένα παιδί κάθε δύο λεπτά. Παρ’ όλ’ αυτά, η έμφαση όσον αφορά τη χρηματοδότηση δίνεται αλλού, γεγονός που καθιστά θανάτους παιδιών που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί πιθανότερους.
Ο Πίτερ Σαντς, εκτελεστικός διευθυντής του Παγκόσμιου Ταμείου για την καταπολέμηση του AIDS, της φυματίωσης και της ελονοσίας, χαρακτήρισε την έκθεση του ΠΟΥ «εξαιρετικά καίρια».
«Ο κόσμος της υγείας παγκοσμίως, τα μέσα ενημέρωσης, οι πολιτικοί, όλοι ασχολούνται με την COVID (…) και ελάχιστη προσοχή δίνουμε σε μια ασθένεια η οποία σκοτώνει πάνω από 400.000 ανθρώπους κάθε χρόνο, κυρίως παιδιά», τόνισε σε δημοσιογράφους.
«Και σας υπενθυμίζω, αυτή είναι μια ασθένεια από την οποία ξέρουμε πώς μπορούμε να απαλλαγούμε — επομένως το ότι δεν το κάνουμε είναι επιλογή».
Όπως συμβαίνει και σε πολλά άλλα πεδία, ο ΠΟΥ τονίζει πως το 2019 συγκεντρώθηκαν μόλις τα μισά από τα κεφάλαια που ήλπιζε για να μπορέσει να συμβάλλει στην καταπολέμηση της ασθένειας, περίπου 3 δισεκ. δολάρια από τα 5,6 δισεκ. δολάρια που είχε ορίσει ως στόχο.