Τη Ρωμαιοκαθολική Επισκοπή του Μπρούκλιν και δύο συναγωγές υπερορθόδοξων Εβραίων, που είχαν προσφύγει κατά των περιορισμών που υιοθέτησε η πολιτεία της Νέας Υόρκης κατά του κορονοϊού, στήριξε με απόφασή του το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ.
Η απόφαση αναδεικνύει και τις συνέπειες της επιλογής, από την κυβέρνηση Τραμπ, της συντηρητικής δικαστή Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ, η οποία έριξε την καθοριστική ψήφο, όπως μεταδίδει το ΑΜΠΕ.
Στις 6 Οκτωβρίου ο κυβερνήτης της Νέας Υόρκης Άντριου Κουόμο αποφάσισε να κλείσει τις μη απαραίτητες επιχειρήσεις στις πλέον πληγείσες περιοχές της πολιτείας από την covid-19, περιλαμβανομένων κάποιων συνοικιών του Μπρούκλιν. Στο πλαίσιο αυτό προβλεπόταν ο περιορισμός σε δέκα των πιστών που συγκεντρώνονται σε χώρους λατρείας σε κάποιες συνοικίες, ενώ σε άλλες ο αριθμός έφτανε τους 25.
Όμως η Ρωμαιοκαθολική Επισκοπή του Μπρούκλιν, οι δύο συναγωγές υπερορθόδοξων Εβραίων καθώς και η εθνική οργάνωση υπερορθόδοξων Εβραίων Αγκούνταθ Ίσραελ Αμερικής προσέφυγαν δικαστικά εναντίον της απόφασης του Κουόμο, καταγγέλλοντας ότι οι περιορισμοί για τους χώρους λατρείας παραβιάζουν την ανεξιθρησκεία η οποία προστατεύεται από την Πρώτη Τροπολογία του αμερικανικού Συντάγματος. Παράλληλα επεσήμαναν ότι στους χώρους λατρείας επιβάλλονταν πιο αυστηροί περιορισμοί απ’ ό,τι σε απαραίτητα καταστήματα, όπως τα καταστήματα πώλησης τροφίμων.
Ομοσπονδιακός δικαστής του Μπρούκλιν απέρριψε την προσφυγή τους, όπως και το εφετείο της Νέας Υόρκης.
Όμως το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αργά χθες Τετάρτη αποφάσισε υπέρ τους με 5 ψήφους, έναντι 4. Αυτή είναι η πρώτη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου που καταδεικνύει τις συνέπειες της απόφασης του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να διορίσει τη συντηρητική δικαστίνα Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ, η οποία έριξε την καθοριστική ψήφο υπέρ των θρησκευτικών ομάδων.
Ο συντηρητικός δικαστής Τζον Ρόμπερτς ψήφισε κατά, όπως και οι τρεις φιλελεύθεροι δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Σε δύο προηγούμενες αντίστοιχες υποθέσεις φέτος, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε με 5 ψήφους έναντι 4 τα αιτήματα εκκλησιών από τη Νεβάδα και την Καλιφόρνια.
Οι αποφάσεις αυτές ελήφθησαν πριν από τον θάνατο της φιλελεύθερης δικαστίνας Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, η οποία μαζί με τους άλλους τρεις φιλελεύθερους δικαστές και τον Ρόμπερτς είχαν απορρίψει τις προσφυγές.