Ο απερχόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος μέχρι σήμερα δεν κατάφερε να γκρεμίσει τον νόμο-ορόσημο του Μπαράκ Ομπάμα για την ασφάλιση ασθενείας, θα δικαιωθεί, μετά τη λήξη της θητείας του, χάρη στην εκ βάθρων ανανέωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου;
Το Δικαστήριο, όπου πλειοψηφούν οι συντηρητικοί δικαστές, ξεκίνησε να ακούει τα επιχειρήματα των δύο πλευρών σε μια υπόθεση την οποία ξεκίνησαν Πολιτείες οι οποίες κυβερνώνται από τους Ρεπουμπλικάνους και την οποία στηρίζει και η κυβέρνηση Τραμπ, με στόχο να ακυρωθεί στο σύνολό του ο νόμος. Οι Ρεπουμπλικάνοι δεν σταμάτησαν ποτέ, εδώ και μια δεκαετία, να αμφισβητούν στην πολιτική σκηνή αλλά και στα δικαστήρια τη νομιμότητα και τη συνταγματικότητα του αποκαλούμενου Obamacare.
Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν αναμένεται να ληφθεί πριν από την άνοιξη του 2021. Στην περίπτωση που κάνει δεκτή την προσφυγή των Ρεπουμπλικανικών Πολιτειών, πάνω από 20 εκατομμύρια Αμερικανοί πολίτες θα μείνουν χωρίς ασφαλιστική κάλυψη, εν μέσω της πανδημίας. Εάν δεχτεί να ακυρώσει πλήρως τον νόμο Affordable Care Act, όπως είναι η επίσημη ονομασία του, αυτό μπορεί να επηρεάσει πάνω από 130 εκατομμύρια ανθρώπους που πάσχουν από χρόνια νοσήματα.
Διάφορες ενώσεις του τομέα –γιατροί, νοσοκομεία, ασφαλιστικές εταιρείες, ασθενείς– ζητούν από το Δικαστήριο να διατηρήσει τον νόμο, προειδοποιώντας ότι θα υπάρξει «χάος» αν τον ακυρώσει.
Πριν ξεκινήσει η ακροαματική διαδικασία –διεξάγεται μέσω βιντεοδιάσκεψης, λόγω της Covid-19– διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν έξω από τον «ναό» της δικαιοσύνης στην Ουάσινγκτον κρατώντας πλακάτ που έγραφαν «Ιατρική για όλους» και φωνάζοντας «Η υγεία είναι ανθρώπινο δικαίωμα».
Τα όσα διακυβεύονται με την ακύρωση του νόμου στάθηκαν αφορμή και για την έντονη αντιπαράθεση γύρω από τον διορισμό της συντηρητικής δικαστού Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ, ο οποίος εγκρίθηκε με διαδικασίες εξπρές ακριβώς πριν από τις προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου. Η επιλογή της Μπάρετ για να καλύψει τη θέση της εκλιπούσας, προοδευτικής Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, σήμανε συναγερμό στους Δημοκρατικούς. Και αυτό γιατί η Μπάρετ είχε επικρίνει στο παρελθόν τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου το οποίο επικύρωσε, με μικρή πλειοψηφία, τον νόμο το 2012 και το 2015.
Ο εκλεγμένος πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, κατά την προεκλογική περίοδο, διαβεβαίωνε ότι η Μπάρετ θέλει «να ξεφορτωθεί» το Obamacare. Αναμένεται ότι θα κάνει μια δήλωση για το θέμα αργότερα σήμερα.
«Δεν διάκειμαι εχθρικά» απέναντι σε αυτήν τη μεταρρύθμιση του πρώην προέδρου Ομπάμα, «ούτε είμαι σε αποστολή για να την καταστρέψω», είπε η ίδια στην ακρόασή της στη Γερουσία πριν από τρεις εβδομάδες.
Οι Δημοκρατικοί γερουσιαστές της Επιτροπής Δικαστικών Υποθέσεων δεν πείστηκαν: μποϊκοτάρισαν την πρώτη ψηφοφορία για την υποψηφιότητά της και στις κενές καρέκλες τους τοποθέτησαν τεράστιες φωτογραφίες ανθρώπων που ωφελήθηκαν από τον νόμο.
Στην αρχική μορφή του, το Obamacare υποχρέωνε όλους τους Αμερικανούς πολίτες, ακόμη και τους υγιείς, να αποκτήσουν ασφάλιση ασθενείας υπό απειλή προστίμου σε όποιον δεν το έκανε. Οι ασφαλιστικές εταιρείες υποχρεώθηκαν επίσης να ασφαλίζουν όλους τους πελάτες τους, ανεξαρτήτως του ποια ήταν η κατάσταση της υγείας τους. Η μεταρρύθμιση αυτή βελτίωσε την ασφαλιστική κάλυψη εκατομμυρίων Αμερικανών σε μια χώρα που οι ιατρικές παροχές κοστίζουν πανάκριβα. Όμως οι Ρεπουμπλικάνοι ανέκαθεν θεωρούσαν ότι η υποχρεωτική ασφάλιση συνιστούσε κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της κυβέρνησης.
Αμέσως μόλις ανέλαβε την εξουσία, ο Ντόναλντ Τραμπ προσπάθησε να ακυρώσει τον νόμο όμως υπέστη οδυνηρή ήττα στο Κογκρέσο το 2017. Οι Ρεπουμπλικάνοι μπόρεσαν ωστόσο να τον τροποποιήσουν, καταργώντας την επιβολή προστίμου λόγω έλλειψης ασφάλισης.
Το 2012 το Ανώτατο Δικαστήριο είχε εγκρίνει τον νόμο θεωρώντας ότι τα πρόστιμα θα μπορούσαν να θεωρηθούν «φόροι» και δικαιολογώντας την κρατική παρέμβαση.
Μετά το 2017, πολλές Ρεπουμπλικανικές Πολιτείες προσέφυγαν εκ νέου στα δικαστήρια τα τελευταία χρόνια και τον Δεκέμβριο του 2018 ένας ομοσπονδιακός δικαστής του Τέξας τις δικαίωσε: αφού ο «ακρογωνιαίος λίθος» κατέρρευσε με την τροποποίηση που έκαναν οι Ρεπουμπλικάνοι το 2017, έκρινε ότι ο νόμος στο σύνολό του είναι αντισυνταγματικός.
Η απόφαση αυτή, που δεν εφαρμόστηκε μέχρι να εξεταστεί η έφεση, επικυρώθηκε εν μέρει το 2019. Τότε, το Εφετείο έκρινε ότι η υποχρέωση να ασφαλιστεί κανείς είναι όντως παράνομη, όμως άφησε σε άλλο δικαστήριο να αποφανθεί αν ο νόμος είναι αντισυνταγματικός στο σύνολό του.
Οι Δημοκρατικοί ζήτησαν τότε την παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, για να μην ακυρωθεί όλος ο νόμος. Την προσφυγή κατέθεσαν 20 Δημοκρατικές Πολιτείες, μεταξύ των οποίων η Νέα Υόρκη και η Καλιφόρνια. Επί της ουσίας, οι δικαστές καλούνται να δώσουν απάντηση στο ερώτημα: ο νόμος μπορεί να σταθεί χωρίς αυτήν την προϋπόθεση; Η κυβέρνηση Τραμπ λέει πως όχι. Όμως το Δικαστήριο τον περασμένο Ιούνιο ακύρωσε ένα άλλο, μικρό μέρος του νόμου, χωρίς να τον καταργήσει. Είναι προτιμότερο «να χρησιμοποιούμε νυστέρι παρά μπουλντόζα» για να διορθώνουμε «ένα συνταγματικό πρόβλημα», δικαιολόγησε την απόφαση ο συντηρητικός αρχιδικαστής Τζον Ρόμπερτς.
Κατά τη διάρκεια της 80λεπτης ακρόασης, τόσο ο Ρόμπερτς όσο και ο επίσης συντηρητικός Μπρετ Κάβανο (τον οποίο διόρισε στη θέση αυτήν ο Τραμπ) εμφανίστηκαν επιφυλακτικοί για το αν θα πρέπει να καταργηθεί ολόκληρος ο νόμος λόγω της αντισυνταγματικότητας ενός άρθρου του.