Σε μία τετραετία ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αύξησε όσο ποτέ τις κυρώσεις εναντίον των αντιπάλων των ΗΠΑ, όμως αυτή η πολιτική της «μέγιστης πίεσης» δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
«Οι κυρώσεις ήταν ξεκάθαρα το εργαλείο που προτιμούσε η κυβέρνηση Τραμπ για να απαντήσει στα καθεστώτα ταραξίες», δήλωσε ο Ρίτσαρντ Γκόλντμπεργκ του Foundation for Defense of Democracies (FDD), το οποίο επικροτεί αυτή τη σκληρή γραμμή.
«Οι προηγούμενες κυβερνήσεις χρησιμοποιούσαν τις κυρώσεις, όμως με πιο στενό ή στοχευμένο τρόπο», πρόσθεσε, χωρίς να επιζητούν «μακροοικονομικές αναταράξεις για να αποσταθεροποιήσουν τις κυβερνήσεις και να τις αναγκάσουν να αλλάξουν στάση».
Μέχρι το τέλος, 25 ημέρες πριν τις προεδρικές εκλογές, η Ουάσινγκτον ανακοινώνει σχεδόν καθημερινά τιμωρητικά μέτρα εναντίον της Κούβας, της Συρίας ή της Λευκορωσίας.
Συχνά επιφέρει ακόμη ένα μεγάλο πλήγμα: Την Πέμπτη 8/10 το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών επέβαλε κυρώσεις εναντίον των 18 «μεγαλύτερων ιρανικών τραπεζών».
Στη θεωρία της «εκστρατείας μέγιστης πίεσης» αναφέρθηκε τον Μάιο του 2018 ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, ο οποίος ανακοίνωσε ένδεκα όρους προκειμένου να υπάρξει «νέα συμφωνία» με το Ιράν.
Στόχος: να υποκύψουν οι ιρανικές αρχές, αφού οι ΗΠΑ θα έχουν προκαλέσει ασφυξία στην οικονομία τους και να δεχθούν «να αλλάξουν συμπεριφορά». Η κυβέρνηση Τραμπ πάντα αρνείται –χωρίς απαραιτήτως να πείθει—ότι επιζητεί αλλαγή καθεστώτος στο Ιράν.
Μέχρι σήμερα δεν έχει εκπληρωθεί κανένας από τους όρους του Πομπέο και το Ιράν έχει περάσει στην αντεπίθεση, ξεκινώντας και πάλι κάποιες πυρηνικές δραστηριότητες.
«Αποδυναμώσαμε το Ιράν»
«Η κυβέρνηση θα πει ‘αποδυναμώσαμε το Ιράν’, το οποίο είναι αλήθεια, όμως δεν υπάρχει πραγματικά αλλαγή στην ιρανική συμπεριφορά», παρατήρησε ο Τόμας Ράιτ, του think tank Brookings Institution.
Για τον Γκόλντεμπεργκ, «η επιτυχία» μιας πολιτικής κυρώσεων «εξαρτάται από τους στόχους που τίθενται».
«Στο Ιράν το καθεστώς έχει σημαντικά λιγότερους πόρους να δαπανήσει για τις επιζήμιες δραστηριότητές του, κάτι που αποτελεί από μόνο του νίκη για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ», εκτίμησε.
Κατά τη γνώμη του «το καθεστώς θα αναγκαστεί να διαπραγματευθεί το 2021 με τον νικητή των αμερικανικών εκλογών, όποιος κι αν είναι αυτός».
Αντίθετα, η Μπάρμπαρα Σλάβιν του Atlantic Council θεωρεί ότι οι πιο πρόσφατες κυρώσεις των ΗΠΑ εναντίον του Ιράν αποτελούν «σαδισμό μεταμφιεσμένο σε εξωτερική πολιτική», καθώς «δεν θα γονατίσουν την ιρανική κυβέρνηση, αλλά θα αποδυναμώσουν τους απλούς ανθρώπους».
Στη Βενεζουέλα η πρόθεση των ΗΠΑ ήταν απολύτως ξεκάθαρη: να εκδιώξουν από την εξουσία τον πρόεδρο Νικολάς Μαδούρο.
Όμως ο Σοσιαλιστής πρόεδρος είναι ακόμη στη θέση του. «Ο Τραμπ έχασε το ενδιαφέρον του για το θέμα όταν είδε ότι ο Μαδούρο δεν θα φύγει», εκτίμησε ο Ράιτ.
Το αποτέλεσμα είναι πιο μικτό στην περίπτωση της Βόρειας Κορέας. Έπειτα από μια σειρά πυρηνικών δοκιμών και εκτοξεύσεων διηπειρωτικών πυραύλων, η Ουάσινγκτον έθεσε με το μέρος της τη διεθνή κοινότητα το 2017 για την επιβολή πολύ αυστηρών κυρώσεων εναντίον της Πιονγκγιάνγκ.
Σε συνδυασμό με την απειλή της ανάληψης στρατιωτικής δράσης, οι κυρώσεις συνέβαλαν να φέρουν τον Βορειοκορεάτη ηγέτη Κιμ Γιονγκ- Ουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τον Τραμπ, με τον οποίο είχε τρεις συναντήσεις,
Όχι αποπυρηνικοποίηση
«Ο Τραμπ τελικά έκανε πολλές υποχωρήσεις» σε «ένα είδος ντε φάκτο συμφωνίας η οποία προβλέπει το πάγωμα στις εκτοξεύσεις διηπειρωτικών πυραύλων και των πυρηνικών δοκιμών με αντάλλαγμα πιο ήπιες σχέσεις», σημείωσε ο Ράιτ.
Όμως «η πλήρης, οριστική και επαληθεύσιμη αποπυρηνικοποίηση της Βόρειας Κορέας», που θεωρείται το επιθυμητό αποτέλεσμα, παραμένει στον αέρα, με την Πιονγκιάνγκ να συνεχίζει τις πυρηνικές της δραστηριότητες.
Με τις κυρώσεις τους εναντίον του Ιράν οι Αμερικανοί επέδειξαν το εύρος των πληγμάτων που μπορούν να καταφέρουν.
Στοχοθέτησαν όχι μόνο θεσμούς, επικεφαλής και επιχειρήσεις του Ιράν, αλλά επέβαλαν και τις λεγόμενες «δευτερεύουσες κυρώσεις», οι οποίες αφορούν κάθε χώρα ή επιχείρηση που εξακολουθεί να έχει συναλλαγές με την Τεχεράνη.
Οι Ευρωπαίοι προσπάθησαν να διατηρήσουν τις εμπορικές τους σχέσεις με το Ιράν για να σώσουν τη συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, όμως το τίμημα ήταν πολύ μεγάλο, καθώς οι εταιρείες τους κινδύνευαν να μείνουν εκτός της αγοράς και του χρηματοπιστωτικού συστήματος των ΗΠΑ.
«Το βασικό μάθημα των τελευταίων τεσσάρων ετών είναι όλα όσα οι ΗΠΑ μπορούν να κάνουν μόνες τους, χωρίς τη στήριξη των παραδοσιακών τους εταίρων», σχολίασε ο Γκόλντμπεργκ. «Αυτό αλλάζει τα δεδομένα».
Αυτή η χρήση των κυρώσεων θα παραμείνει ως κεκτημένο της αμερικανικής διπλωματίας;
«Υπάρχει αυξανόμενη συμφωνία στην πολιτική τάξη ότι (οι κυρώσεις) θα πρέπει να αποτελούν μέρος μιας πιο ευρείας στρατηγικής και όχι να αποτελούν οι ίδιες στρατηγική» όπως γινόταν καμιά φορά τα τελευταία χρόνια, απάντησε ο Ράιτ.