Στη Δικαιοσύνη προσφεύγει η Ένωση Προστασίας Καταναλωτών της Αυστρίας για τα κρούσματα SARS-CoV-2 σε τουρίστες στο χειμερινό θέρετρο Ίσγκλ στο αυστριακό ομόσπονδο κρατίδιο του Τιρόλου, που έγιναν πρωτοσέλιδες ειδήσεις σε όλο τον κόσμο τον περασμένο Μάρτιο.
Η Ένωση Προστασίας Καταναλωτών (VSV), μέσω του δικηγόρου της Αλεξάντερ Κλάουζερ, κατέθεσε σήμερα τις πρώτες τέσσερις επίσημες αγωγές θυμάτων της Covid-19 στο Περιφερειακό Δικαστήριο της Βιέννης για αστικές υποθέσεις.
Όπως ανακοίνωσε το μεσημέρι σε συνέντευξη Τύπου στη Βιέννη ο πρόεδρος της Ένωσης Πέτερ Κόλμπα, η Ένωση Προστασίας Καταναλωτών θα εκπροσωπήσει αρχικά 1.000 θύματα σε νομικές διαδικασίες, ενώ, συνολικά 6.000 άνθρωποι από 45 χώρες ανέφεραν ότι μολύνθηκαν από τον κορονοϊό κατά τη διάρκεια των διακοπών τους στο Ίσγκλ.
Στη συνέντευξη Τύπου, ο Αλεξάντερ Κλάουζερ ανέφερε πως, προκειμένου να επιτευχθούν γρήγορα αποτελέσματα στο δικαστήριο, περιορίστηκε σε τέσσερις ο αριθμός των περιπτώσεων για τις οποίες κατατέθηκαν αγωγές.
Ο ίδιος ανακοίνωσε πως ένας άνθρωπος που είχε προσβληθεί από κορονοϊό στο Ίσγκλ έχει καταλήξει, σε δύο περιπτώσεις Γερμανών η ασθένεια ήταν τόσο σοβαρή που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σήμερα και πιθανόν να έχουν μόνιμες συνέπειες, ενώ ένας τέταρτος από τους προσβληθέντες είναι υγιής, αλλά πρέπει να αναμένει μακροπρόθεσμες συνέπειες, όπως εξηγεί το ΑΜΠΕ.
Προκειμένου να προστατεύσει τους ενδιαφερόμενους από μακροχρόνιες νομικές διαδικασίες, η Ένωση Προστασίας Καταναλωτών απευθύνει έκκληση στον Αυστριακό ομοσπονδιακό καγκελάριο Σεμπάστιαν Κουρτς να καταστήσει δυνατή την άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος και, πάνω από όλα, μια ταχύτερη λύση, τόνισε στη συνέντευξη Τύπου ο Πέτερ Κόλμπα.
Κατά την άποψή του, αντί να υπάρξει μία μακρά διαδικασία αναγνώρισης ευθύνης της Αυστριακής Δημοκρατίας για την αποτυχία των αρχών, όπως αναφέρει η κατηγορία από την πλευρά της Ένωσης, ο καγκελάριος Κούρτς θα πρέπει να συγκαλέσει μία «στρογγυλή τράπεζα» με τους αρμόδιους υπουργούς, την τοπική κυβέρνηση του Τιρόλου και τους δήμους.
Η Ένωση κατηγορεί τις τοπικές αρχές του Τιρόλου και τους υπεύθυνους πολιτικούς σε ομοσπονδιακό επίπεδο, για σοβαρά σφάλματα στη διαχείριση πανδημίας στα χιονοδρομικά κέντρα του Τιρόλου τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2020.
Το Ίσγκλ θεωρείται το σημείο «μηδέν» για την εξάπλωση του κορονοϊού στην Αυστρία και σε περιοχές της Ευρώπης, και σύμφωνα με παλαιότερες ανακοινώσεις από τις αυστριακές αρχές, το 40% όλων των εγχώριων μολύνσεων αποδίδονταν στο Ίσγκλ, ενώ και πολλοί Γερμανοί τουρίστες πιστεύουν επίσης ότι έχουν μολυνθεί εκεί.
Επιτροπή του ομόσπονδου κρατιδίου του Τιρόλου είχε αναλάβει να εξετάσει προσεκτικά την διαχείριση της κρίσης στην περιοχή. Η κοιλάδα Πάτσναουν, όπου βρίσκεται και το Ίσγκλ, τέθηκε σε καραντίνα στις 13 Μαρτίου, αλλά κατά την άποψη των επικριτών και των ανθρώπων που είχαν ασθενήσει, αυτό το βήμα θα έπρεπε να είχε γίνει νωρίτερα.
Μελέτη της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Ίνσμπρουκ, πρωτεύουσας του κρατιδίου του Τιρόλου, είχε πυροδοτήσει τέλη Ιουνίου και πάλι συζητήσεις για τον ρόλο του χιονοδρομικού κέντρου του Ίσγκλ στην εξάπλωση του κορονοϊού, και σύμφωνα με αυτή, το 42,4% των πολιτών που έκαναν τέστ είχαν αναπτύξει αντισώματα έναντι του κορονοϊού.
Όπως αναφερόταν σχετικά, τα αντισώματα στο αίμα θεωρούνται αποδεικτικά στοιχεία μιας πρόσφατης μόλυνσης, και «αυτό είναι το υψηλότερο ποσοστό που έχει καταγραφεί παγκοσμίως» είχε δηλώσει τότε η διευθύντρια του Ινστιτούτου Λοιμοξιολογίας Ντοροτέε φον Λάερ.
Η ίδια είχε επισημάνει ως εντυπωσιακό το γεγονός ότι από τα άτομα που είχαν θετικά αποτελέσματα για αντισώματα, μόνο για το 15% είχε γίνει διάγνωση, καθώς «το 85% των προσβληθέντων από κορονοϊό τον ξεπέρασαν χωρίς να το παρατηρήσουν (ήταν ασυμπτωματικοί)».
Παρά το υψηλό επίπεδο αντισωμάτων, η ανοσία της αγέλης δεν επιτεύχθηκε ούτε στο Ίσγκλ και καθοριστικής σημασίας για τη μείωση των κρουσμάτων ήταν η καραντίνα και η κοινωνική απόσταση, είχε αναφέρει η διευθύντρια του Ινστιτούτου Λοιμοξιολογίας
Ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Προστασίας Καταναλωτών Πέτερ Κόλμπα είχε δηλώσει τότε ότι η έρευνα αποδεικνύει ότι ο ιός Sars-CoV-2 πρέπει να είχε διαδοθεί στο Ίσγκλ ήδη από τον Φεβρουάριο, επειδή τόσο οι τουρίστες, όσο και οι ντόπιοι, είχαν μολυνθεί μαζικά.
«Εάν είχαν ελεγχθεί εγκαίρως και λόγω ασαφών συμπτωμάτων, οι αρχές θα έπρεπε να ενεργήσουν νωρίτερα και αυτό θα είχε σώσει χιλιάδες τουρίστες από την μόλυνση, μερικούς από τους οποίους από σοβαρές συνέπειες» σύμφωνα με τον Πέτερ Κόλμπα.