Απαντήσεις αλλά και τους υπεύθυνους για την κατάσταση στην οποία έφτασε η Λομβαρδία λόγω κορονοϊού αναζητούν οι συγγενείς των 16.000 ατόμων που έχασαν τη ζωή τους. Η περιοχή τους τελευταίους μήνες μετατράπηκε σε ένα απέραντο νεκροταφείο με στρατιωτικά κομβόι να μεταφέρουν τα πτώματα όσων πέθαναν.
«Εδώ βρίσκονταν παντού φέρετρα, 132 για την ακρίβεια» αναφέρει ο πάτερ Μάρκο Μπεργκαμέλι απλώνοντας το χέρι του και δείχνοντας το εσωτερικό της μικρής εκκλησίας. Πριν ακούγονταν κουρασμένος όταν μιλούσε στο τηλέφωνο, τώρα δείχνει γεμάτος ενέργεια. Ο 66χρονος κληρικός έχει πολλά να διηγηθεί στον ελάχιστο διαθέσιμο χρόνο του. Στο παρεκκλήσι του Μπεργκαμέλι οι πάγκοι για τους πιστούς βρίσκονται και πάλι εκεί, αν και σε πολλές θέσεις υπάρχει απαγορευτικό. Ίσως να μην είναι απαραίτητα αυτά τα μέτρα, οι πιστοί δεν τολμούν να μπουν στην εκκλησία.
«Μετά από δέκα ημέρες άρχισε να μυρίζει»
Το μέγεθος της κρίσης του κορονοϊού, όπως μεταδίδει η Deutsche Welle σε αυτήν την περιοχή γίνεται ξεκάθαρο μετά από μια σύντομη περιήγηση στο νεκροταφείο του Μπέργκαμο. Μεγαλειώδεις οικογενειακοί τάφοι και μαυσωλεία βρίσκονται στις δύο πλευρές του μικρού μονοπατιού. Κοντά στην είσοδο το μάτι πέφτει σε έναν χώρο με πάνω από 100 απλούς τάφους, που φτιάχτηκαν βιαστικά και χωρίζονται με κομμάτια ξύλου. Οι περισσότεροι δεν έχουν ταφόπλακα, παρά μόνο ένα κομμάτι ξύλου με το όνομα του νεκρού. «Εδώ αναπαύονται οι νεκρού του κορονοϊού» λέει ο Μπεργκαμέλι. Από τα 32.000 και πλέον θύματα της ασθένειας Covid-19, περισσότερα από 16.000 προέρχονται από τη Λομβαρδία. Εδώ στο Μπέργκαμο δεν υπάρχει κάτοικος που να μην έχασε κάποιον συγγενή ή να μην ξέρει κάποιον που μολύνθηκε με τον νέο ιό. Ακόμη και ο πάτερ Μπεργκαμέλι έφτασε στα όριά του.
Μετά το ολοκληρωτικό lockdown στις 9 Μαρτίου σε εθνικό επίπεδο, έβλεπε το παρεκκλήσι να γεμίζει όλο και περισσότερο με φέρετρα. Το κρεματόριο του νεκροταφείου δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει. Ο στρατός μετέφερε κάθε εβδομάδα 50 με 60 φέρετρα στην Φλωρεντία, τη Μπολόνια ή τη Φεράρα για αποτέφρωση. Παρόλα αυτά το παρεκκλήσι συνεχώς γέμιζε.
Στην αρχή ο πάτερ Μπεργκαμέλι έκανε κηδείες, στη συνέχεια όμως έπρεπε να πολεμήσει με αισθήματα φόβου. «Φοβόμουν σε έναν μικρό χώρο με όλους τους νεκρούς από τον κορονοϊό. Μετά από δέκα ημέρες άρχισε να μυρίζει». Στο μεταξύ, δεν χρειάζεται να σκάβονται τάφοι καθημερινά. Στην πόλη γίνονται προσπάθειες να επιστρέψει η προηγούμενη ποιότητα ζωής, αν και τα ίχνη της κρίσης είναι ορατά. Σε ολόκληρο το Μπέργκαμο η μάσκα είναι υποχρεωτική, στους δρόμους και στο αυτοκίνητο, ακόμη και χωρίς συνεπιβάτη. Καφέ και εστιατόρια έχουν ανοίξει με ιδιαίτερα μέτρα προστασίας. Οι κατάλογοι με τα εδέσματα και τα ποτά είναι μιας χρήσης και πριν καθίσουν στο τραπέζι οι πελάτες θερμομετρούνται.
Ποιος είναι υπεύθυνος για την κρίση;
Ακόμη κι αν υπάρχουν πολλοί που επιθυμούν διακαώς να επιστρέψουν στον παλαιό ρυθμό της ζωής, υπάρχουν κι άλλοι που δεν μπορούν να κάνουν τόσο εύκολα αυτό το βήμα. Ένας από αυτούς είναι ο Στέφανο Φούσκο. Μαζί με τον πατέρα του ίδρυσε την ομάδα «Noi Denunceremo» (Θα κάνουμε μήνυση). Η ομάδα ζητά απαντήσεις στο ερώτημα, γιατί ειδικά στην περιοχή της Λομβαρδίας πέθαναν τόσοι άνθρωποι. Ο ίδιος ο Στέφανο έχασε τον παππού του, 85 ετών. Τον Φεβρουάριο υπέστη εγκεφαλικό και διακομίστηκε στο νοσοκομείο. Κατά τη διάρκεια της φυσιοθεραπείας ανέβασε πυρετό και εμφάνισε βήχα. Το τεστ ήταν θετικό. Πέθανε λίγες ημέρες αργότερα. «Πιο τραγική ήταν η κατάσταση για τη γιαγιά μου» λέει ο Στέφανο. Η οικογένεια τής τηλεφώνησε για να της πει το κακό νέο και, επειδή βρίσκονταν σε καραντίνα, έμεινε μόνη με τον πόνο της. Λίγες μέρες μετά τον θάνατο του παππού του ο Στέφανο ίδρυσε με τον πατέρα του την ομάδα. Μέσω του facebook ήθελαν να βοηθήσουν ανθρώπους που έπρεπε να ξεπεράσουν τον πόνο μόνοι τους στο σπίτι. Οι περισσότερες προσωπικές ιστορίες γράφηκαν στο ίδιο μοτίβο. «Πολλοί πέθαναν ολομόναχοι στα σπίτια τους, άλλοι μελλοθάνατοι δεν έγιναν δεκτοί στο νοσοκομείο. Ίσως να υπήρχε σωτηρία, εάν έφτανε νωρίτερα βοήθεια», λέει ο Στέφανο.
Η εισαγγελία του Μπέργκαμο στο μεταξύ έχει ξεκινήσει ανακρίσεις με βάση μαρτυρίες της ομάδας του Στέφανο, ο οποίος πιστεύει ότι την κύρια ευθύνη φέρει η τοπική κυβέρνηση, επειδή έχασε πολύ χρόνο και παρέλειψε να αποκλείσει τις δύο κοινότητες δίπλα στο Μπέργκαμο, που έγινε το επίκεντρο μετάδοσης του ιού.
Ο επικεφαλής της τοπικής κυβέρνησης στη Λομβαρδία, ο Ατίγιο Φοντάνα, από την ακροδεξιά Λέγκα του Βορρά, δεν θεωρεί ότι φέρει ευθύνη. Η υπηρεσιακή του κατοικία είναι σε ένα πανύψηλο κτήριο στο κέντρο του Μιλάνου. Από την ταράτσα του 38ου ορόφου μπορεί κανείς να απλώσει το βλέμμα του μέχρι και πέρα από τα σύνορα του πιο σημαντικού οικονομικού κέντρου της Ιταλίας. Το βασικό σημείο κατηγορίας που του προσάπτουν είναι ότι ενδιαφέρεται περισσότερο για το κέρδος παρά για την προστασία του πληθυσμού. Ο ίδιος απορρίπτει την κατηγορία ισχυριζόμενος ότι από τις αρχές Μαρτίου τάχθηκε υπέρ του αποκλεισμού των δύο κοινοτήτων, αλλά ήταν η Ρώμη που δεν ήθελε. «Νομίζω προσπαθήσαμε πραγματικά να δώσουμε όλες τις απαντήσεις και να πάρουμε όλα τα μέτρα σε αυτήν την τόσο ασυνήθιστη κατάσταση, στην οποία δεν ξέραμε και πολλά για τον νέο ιό», τονίζει.
Πίσω στο νεκροταφείο του Μπέργκαμο ο δρόμος της επιστροφής περνά και από το κρεματόριο. Η περιοχή είναι εγκαταλελειμμένη, τίποτα δεν θυμίζει την κίνηση με τα φέρετρα. Ο πάτερ Μπεργκαμέλι μιλά για τον πόνο των συγγενών και την αβεβαιότητα που βαραίνει πολλούς στην πόλη. Με αργό ρυθμό, λέει, επιστρέφει η παλιά ζωή, τώρα είναι πιο ήρεμη. Και μετά αποχαιρετά και με γρήγορα βήματα προσπερνά τα κυπαρίσσια και επιστρέφει στο παρεκκλήσι. Μπροστά από την πόρτα του περιμένει η νεκροφόρα.