Μπορεί η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον να επαναλαμβάνει ότι «πήρε τις σωστές αποφάσεις την σωστή στιγμή», «υπό την καθοδήγηση της επιστήμης» για την αντιμετώπιση του κορονοϊού, όμως ο τρομακτικός απολογισμός με τους 41.783 νεκρούς προκαλεί σοβαρές αμφιβολίες και επικρίσεις.
Καθυστερημένο το lockdown
Είναι η εξήγηση που δίνεται συχνότερα. Κηρύσσοντας lockdown στις 23 Μαρτίου η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον έδρασε υπερβολικά καθυστερημένα.
Ένας από τους εγκυρότερους επιδημιολόγους του Ηνωμένου Βασιλείου, ο καθηγητής Νιλ Φέργκιουσον, παρουσίασε πριν από λίγες ημέρες ενώπιον κοινοβουλευτικής επιτροπής μία εκτίμηση που προκάλεσε σοκ.
Εάν τα μέτρα του lockdown είχαν επιβληθεί μία εβδομάδα νωρίτερα, θα είχαν επιτρέψει τον περιορισμό «τουλάχιστον κατά το ήμισυ του συνολικού αριθμού των θανάτων». Την περίοδο εκείνη «οι ρυθμοί της επιδημίας διπλασιάζονταν κάθε τρεις ή τέσσερις ημέρες». «…υποτιμήσαμε σε ποιο βαθμό η χώρα βρισκόταν εντός της επιδημίας», δήλωσε ο επιστήμονας αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, επικαλούμενο το AFP.
«Οι χώρες που κατάφεραν να ελέγξουν την επιδημία είναι αυτές που επέβαλαν μέτρα σε πολύ πρώιμο στάδιο», ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο καθυστέρησε σημαντικά την λήψη αυτών των μέτρων, εξηγούσε πρόσφατα ο Μάρτιν ΜακΚί, καθηγητής Δημόσιας Υγείας στο London School of Hygiene and Tropical Medicine.
Για τον Τζέιμς Νάισμιθ, διευθυντή του ινστιτούτου Rosalind Franklin του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, «κατά την εκθετική φάση», «λίγες μόνο ημέρες μπορούν να κάνουν τεράστια διαφορά». «Το Ηνωμένο Βασίλειο, όπως και πολλές άλλες χώρες, δυσκολεύτηκε να καταλάβει πραγματικά την αληθινή διάσταση της μόλυνσης και κατά συνέπεια άργησε να δράσει».
Εισαχθέντα, μη ανιχνευθέντα κρούσματα
Στην αρχή της επιδημίας, το Ηνωμένο Βασίλειο ανέβαζε στα δύο τρίτα επί του συνόλου τα κρούσματα που εισήχθησαν στην χώρα χωρίς να ανιχνευθούν.
Με την σημερινή συσσωρευμένη γνώση όμως, ο καθηγητής Φέργκιουσον υπολογίζει πλέον σε 90% επί του συνόλου τα κρούσματα που εισήχθησαν στο Ηνωμένο Βασίλειο και δεν ανιχνεύθηκαν από τα ραντάρ.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, μόνο 273 από τα 18,1 εκατομμύρια άτομα που εισήλθαν στο Ηνωμένος Βασίλειο αεροπορικώς τους τρεις μήνες που προηγήθηκαν των μέτρων του lockdown μπήκαν σε καραντίνα.
Εκείνη την περίοδο, οι ταξιδιώτες που πατούσαν στο βρετανικό έδαφος δεν έπαιρναν παρά ένα χαρτί όπου μπορούσαν να ενημερωθούν για τα συμπτώματα της ασθένειας και για τις διαδικασίες που θα έπρεπε να ακολουθήσουν σε περίπτωση εμφάνισης ύποπτων συμπτωμάτων.
Σύμφωνα με μελέτη ερευνητών από τα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης, του Εδιμβούργου και του Μπέρμιγχαμ, περί τα δύο τρίτα των κρουσμάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο προέρχονται από την Γαλλία και την Ισπανία. Με βάση το γενετικό αποτύπωμα του ιού, οι επιστήμονες θεωρούν ότι το 34% των κρουσμάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο προέρχονται από τη Ισπανία, το 29% από την Γαλλία, το 14% από την Ιταλία και το 23% από τον υπόλοιπο κόσμο (λιγότερο από το 0,1% από την Κίνα).
Από τις 8 Ιουνίου, οι ταξιδιώτες, κάτοικοι ή μη του Ηνωμένου Βασιλείου, που φθάνουν στη χώρα τίθενται σε υποχρεωτική καραντίνα 14 ημερών, ένα μέτρο που επικρίθηκε με δριμύτητα από τον αεροπορικό και τον τουριστικό τομέα.
Ο επιστημονικός σύμβουλος της βρετανικής κυβέρνησης Πάτρικ Βάλανς παραδέχθηκε στον Τύπο ότι η απόφαση επιβολής καραντίνας ήταν περισσότερο πολιτική παρά επιστημονική.
Οίκοι ευγηρίας
Το ένα τρίτο έως το ήμισυ των θανάτων που συνδέονται με την COVID-19 αφορούν οίκους ευγηρίας.
Σύμφωνα με έκθεση της Εθνικής Υπηρεσίας Ελέγχου, ανεξάρτητου κοινοβουλευτικού οργανισμού, 25.000 ασθενείς προερχόμενοι από οίκους ευγηρίας νοσηλεύθηκαν στην κορύφωση της επιδημίας -ανάμεσα στα μέσα Μαρτίου και τα μέσα Απριλίου- χωρίς να έχουν περάσει διαγνωστικό τεστ και, κατά συνέπεια, χωρίς να είναι γνωστό αν έχουν προσβληθεί ή όχι από τον ιό.
«Απλώς σκανδαλώδες», καταγγέλλει εκπρόσωπος του συνδικάτου Unison, που τονίζει ότι η διακομιδή αυτή «επιτάχυνε την εξάπλωση του ιού σε μία ομάδα πολύ υψηλού κινδύνου».
Η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον προσπαθεί να υπερασπισθεί τους χειρισμούς της διαβεβαιώνοντας ότι έθεσε σε προτεραιότητα αυτά τα ιδρύματα από την αρχή της κρίσης.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Φέργκιουσον, το ποσοστό προσβολής στους οίκους ευγηρίας ήταν «πιθανότατα τέσσερις φορές υψηλότερο» σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό.