Συγκρατημένα αισιόδοξος σε ό,τι αφορά την απόδοση των περιοριστικών μέτρων στη Γερμανία για την επιβράδυνση της εξάπλωσης του κορονοϊού, εμφανίστηκε σήμερα ο επικεφαλής του Ινστιτούτου «Ρόμπερτ Κοχ» Λόταρ Βίλερ, καθώς τα τελευταία στοιχεία υποδεικνύουν εξομάλυνση της επιδημιολογικής καμπύλης.
Ωστόσο ο Λόταρ Βίλερ τόνισε ότι υπάρχουν ακόμη πολλοί οι οποίοι δεν λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους τις οδηγίες της πολιτείας και των ειδικών.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο, χθες καταγράφηκαν 4.062 νέα κρούσματα, με τον συνολικό αριθμό να ανέρχεται πλέον στις 22.672, εκ των οποίων 2.809 έχουν θεραπευθεί, ενώ 86 έχουν υποκύψει από επιπλοκές της COVID-19.
Ο κ. Βίλερ διευκρίνισε πάντως ότι ενδεχομένως λόγω του Σαββατοκύριακου να μην έχουν αναφερθεί όλα τα νέα κρούσματα και επιφυλάχθηκε να δώσει πιο ξεκάθαρη εικόνα την Τετάρτη.
Ο ίδιος, σύμφωνα με το ΑΠΕ – ΜΠΕ, δήλωσε έκπληκτος από την εξέλιξη και έκανε λόγο για «θετικές ενδείξεις», αλλά και για απόδοση των μέτρων περιορισμού της κίνησης και της επαφής των πολιτών.
Σε ό,τι αφορά τους ασθενείς που νοσηλεύονται, ο επικεφαλής του Ινστιτούτου σημείωσε ότι ο μέσος όρος ηλικίας είναι τα 45 έτη, ενώ των θυμάτων τα 82 έτη.
Το 57% των ατόμων που έχουν μολυνθεί από τον κορονοϊό είναι άνδρες. Αναφερόμενος στο υγειονομικό προσωπικό, ο κ. Βίλερ ανακοίνωσε ότι στο εξής, όταν κάποιος γιατρός ή νοσηλευτής διαπιστώνεται θετικός στον ιό και υπάρχει έλλειψη προσωπικού, θα παραμένει σε καραντίνα επί επτά, αντί 14 ημερών, ή ακόμη και καθόλου.
Ο γερμανός επιστήμονας δήλωσε ακόμη ότι το ποσοστό των πολιτών που τηρούν τις οδηγίες της πολιτείας αυξάνεται συνεχώς, αλλά επισήμανε ότι «υπάρχει δυστυχώς ακόμη απόσταση μεταξύ της θεωρίας και της πράξης».