Παραμένουν οι σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους Χριστιανοδημοκράτες (CDU/CSU) και τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) της Γερμανίας, κυρίως όσον αφορά την κατάργηση των φορολογικών προνομίων αλλά και της πολιτικής για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους.
Ο τρίτος γύρος των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό κυβέρνησης στη Γερμανία, δεν οδήγησε σε κοινή γραμμή ανάμεσα στις δύο πλευρές, σύμφωνα με τη Deutsche Welle.
Πολύ δύσκολη είναι η κατάσταση στο πεδίο της ευρωπαϊκής πολιτικής. Μπορεί να συμφώνησαν στο ζήτημα της επιβολής φόρου χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, ωστόσο στο ζήτημα της διαχείρισης της «ευρωκρίσης» οι γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες δεν γεφύρωσαν στην διευρυμένη σύσκεψη της περασμένης Τετάρτης τις διαφορές τους.
Αγκάθια εξακολουθούν να είναι η τραπεζική ενοποίηση και το Ταμείο για την εκκαθάριση τραπεζών, ενώ οι Χριστιανοδημοκράτες εξακολουθούν να διαφωνούν με την σοσιαλδημοκρατική πρόταση για τη σύσταση Ταμείου Απόσβεσης Χρέους, το οποίο θα ανακούφιζε τις χώρες της κρίσης.
Πολύ σημαντικό θέμα είναι και για το ποιος θα είναι ο νέος υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης που πιθανότατα θα είναι και πάλι ο Β. Σόιμπλε «με μεγάλα ανταλλάγματα προς το SPD», όπως αναφέρουν κύκλοι του Βερολίνου.
Πάντως πρέπει να σημειωθεί ότι τα χρονικά περιθώρια στενεύουν, με δεδομένο ότι οι επικεφαλής της ομάδας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε (CDU) και Όλαφ Σολτς (SPD) καλούνται να καταθέσουν μέχρι αύριο Πέμπτη τις προτάσεις της ομάδας στα πεδία της φορολογικής και χρηματοοικονομικής πολιτικής.
Παράλληλα μεγάλες διαφορές εντοπίζονται κυρίως στο ζήτημα της κατάργησης των φορολογικών προνομίων. Οι Σοσιαλδημοκράτες θέλουν με τους πόρους που θα προκύψουν να χρηματοδοτήσουν περισσότερα πρότζεκτ.
Αντίθετα, οι Χριστιανοδημοκράτες είναι διατεθειμένοι να συμφωνήσουν στην κατάργηση των φοροαπαλλαγών και των επιδοτήσεων μόνον εφόσον προκύψουν από αυτές φοροελαφρύνσεις σε άλλα πεδία.
Η συμφωνία στα δημοσιονομικά είναι η βασική προϋπόθεση για την εκπόνηση ενός κοινού κυβερνητικού προγράμματος. Και όσο αυτή καθυστερεί τόσο πληθαίνουν οι «επιθυμίες» των κομμάτων με συνέπεια να καθίσταται όλο και πιο δύσκολος ο προγραμματισμός και να αυξάνονται απαγορευτικά οι προβλεπόμενες κρατικές δαπάνες.