Οι οργανώσεις ενόπλων της αντιπολίτευσης στην Συρία, στις οποίες περιλαμβάνονται ξένοι μαχητές που κάνουν τζιχάντ (ιερό πόλεμο), έχουν εντείνει τους φόνους και άλλου είδους εγκλήματα στη βόρεια Συρία, δήλωσαν σήμερα ερευνητές του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
«Στη βόρεια Συρία, υπάρχει μια αύξηση των εγκλημάτων και των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από εξτρεμιστικές αντικυβερνητικές ένοπλες οργανώσεις όπως και μια συρροή ξένων μαχητών που συντάσσονται στο πλευρό των ανταρτών. Ολόκληρες ταξιαρχίες αποτελούνται τώρα από μαχητές που έχουν περάσει στην Συρία, με την Αλ Μουχατζιρίν να είναι η πιο ενεργή», δήλωσε ο Πάουλο Πινέιρο, πρόεδρος της ανεξάρτητης επιτροπής έρευνας του ΟΗΕ για την Συρία, στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του διεθνούς οργανισμού.
Οι ερευνητές του ΟΗΕ είχαν δηλώσει και στο παρελθόν ότι ξένοι μαχητές από περισσότερες από 10 χώρες, συμπεριλαμβανομένου του Αφγανιστάν και της περιοχής της Τσετσενίας, στην Ρωσία, όπως και οι δυνάμεις του Μετώπου αλ Νόσρα, που συνδέεται με την Αλ Κάιντα, υποστηρίζουν τους Σύρους αντάρτες. Η λιβανέζικη Χεζμπολάχ μάχεται αντιθέτως στο πλευρό των κυβερνητικών δυνάμεων.
«Τώρα είναι πιθανώς περισσότεροι. Το θέμα είναι ότι αυτά τα εξτρεμιστικά στοιχεία έχουν την δική τους ημερήσια διάταξη και σίγουρα όχι μια δημοκρατική ημερήσια διάταξη, την οποία επιζητούν να επιβάλουν», δήλωσε παράλληλα το μέλος της επιτροπής αυτής του ΟΗΕ Βίτιτ Μούνταρμπχορν. «Αυτή είναι μια σημαντική ανησυχία από την δική μας πλευρά», πρόσθεσε.
Ο Πινέιρο σημείωσε επίσης σήμερα κατά τον απολογισμό που έκανε των εγκλημάτων πολέμου που έχουν διαπραχθεί από τις 15 Ιουλίου στην Συρία ότι η κυβέρνηση της χώρας συνέχισε την «αδυσώπητη εκστρατεία της των αεροπορικών βομβαρδισμών και των βομβαρδισμών του πυροβολικού σε όλην την χώρα».
Μια εμπρηστική βόμβα ερρίφθη από ένα κυβερνητικό πολεμικό αεροσκάφος σε ένα σχολείο στην ύπαιθρο του Χαλεπιού στις 26 Αυγούστου προκαλώντας τον θάνατο τουλάχιστον 8 μαθητών, ενώ 50 άλλοι υπέστησαν φρικτά εγκαύματα σε έως και το 80% του σώματός τους, σημείωσε ο Πινέιρο, επικαλούμενος τις μαρτυρίες ενός επιζήσαντα.
Παράλληλα περίπου πενήντα προσωπικότητες του ιατρικού κόσμου, μεταξύ των οποίων τρεις Νομπελίστες, κάλεσαν τις εμπόλεμες πλευρές στην Συρία να απέχουν από τις επιθέσεις σε νοσοκομεία και στο προσωπικό στον τομέα της υγείας και να άρουν όλους τους περιορισμούς στην δρομολόγηση ιατρικών προμηθειών.
«Οι συστηματικές επιθέσεις κατά του ιατρικού προσωπικού, τις εγκαταστάσεις και τους ασθενείς καταστρέφουν το συριακό σύστημα περίθαλψης και στερούν σχεδόν παντελώς από τους πολίτες την δυνατότητα να επωφεληθούν των στοιχειωδών ιατρικών υπηρεσιών», επισημαίνουν οι προσωπικότητες αυτές σε ανοιχτή επιστολή τους που δημοσιεύεται στην βρετανική ιατρική επιθεώρηση Λάνσετ.
Αυτοί που υπογράφουν την επιστολή αποκαλύπτουν ότι, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), το 37% των συριακών νοσοκομείων έχει καταστραφεί, ενώ το 20% έχει υποστεί σοβαρές ζημιές, την ώρα που 469 γιατροί ή νοσοκόμες βρίσκονται στην φυλακή και περίπου 15.000 έχουν αναγκαστεί να διαφύγουν στο εξωτερικό, σύμφωνα με το Κέντρο Τεκμηρίωσης για τις Παραβιάσεις στην Συρία, μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
«Καλούμε την συριακή κυβέρνηση και όλες τις εμπόλεμες πλευρές να αποφεύγουν τα νοσοκομεία, τα ασθενοφόρα, τις εγκαταστάσεις και τις ιατρικές προμήθειες, τους επαγγελματίες της υγείας, όπως και τους ασθενείς και να επιτρέψουν σε όλους αυτούς που το χρειάζονται να έχουν πρόσβαση σε μια θεραπεία, όπως και να δρουν κατά τρόπο που αυτοί που παραβιάζουν αυτούς τους κανόνες να λογοδοτούν, σύμφωνα με τις διεθνώς αναγνωρισμένες προδιαγραφές», προσθέτουν στην επιστολή τους.
Οι ίδιοι καλούν επίσης τον ΟΗΕ και τους διεθνείς δωρητές να «αυξήσουν την υποστήριξή τους στους συριακούς ιατρικούς κύκλους, είτε βρίσκονται σε κυβερνητικές ζώνες, είτε σε ζώνες που ελέγχονται από την αντιπολίτευση, όπου από τότε που ξεκίνησε η σύγκρουση οι επαγγελματίες του τομέα της υγείας διακινδυνεύουν την ζωή τους για να προσφέρουν τις στοιχειώδεις υπηρεσίες υγείας μέσα σε ένα περιβάλλον εξαιρετικά εχθρικό».
Μεταξύ αυτών που υπογράφουν την επιστολή, είναι η πρώην γενική διευθύντρια του ΠΟΥ Γκρο Χάρλεμ Μπρούτλαντ, ο ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ για τον HIV/AIDS στην ανατολική Ευρώπη Μισέλ Καζάτσκιν, ο διεθνής πρόεδρος των Γιατρών Χωρίς Σύνορα Ούνι Καρουνακάρα, όπως και οι Νομπελίστες της Ιατρικής, ο Γάλλος Ζιλ Οφμάν και ο Γερμανός Χάραλντ τσου Χάουζεν και της Χημείας, ο Αμερικανός Πίτερ Άγκρι.