Το Μουσείο Βαν Γκογκ στο Άμστερνταμ παρουσίασε σήμερα στο κοινό έναν πίνακα ο οποίος απεικονίζει ένα τοπίο της γαλλικής υπαίθρου και αποδίδεται στον μεγάλο Ολλανδό ζωγράφο.
Μολονότι είχε φιλοτεχνηθεί όταν εκείνος βρισκόταν στο δημιουργικό του απόγειο, ο πίνακας αυτός είχε θεωρηθεί πλαστός και φυλασσόταν επί έναν αιώνα στη σοφίτα ενός συλλέκτη.
Ο πίνακας με τίτλο «Δύση στη Μονμαζούρ» («Sunset at Montmajour»), που απεικονίζει ένα τοπίο με γερτές βελανιδιές, λουσμένες στα χρώματα της δύσης του ήλιου στα περίχωρα της πόλης Αρλ, στη νότιο Γαλλία, είχε φιλοτεχνηθεί από το χέρι του διάσημου μετεμπρεσιονιστή όταν εκείνος ζούσε στη γαλλική αυτή πόλη, δήλωσε ο διευθυντής του Μουσείου Άξελ Ρίγκερ.
Επευφημούμενος με ενθουσιώδη χειροκροτήματα του κοινού που παρακολούθησε την παρουσίαση του πίνακα, ο Ρίγκερ ανακοίνωσε πως η τοπιογραφία, που ανήκει σε ιδιώτη συλλέκτη, του οποίου το όνομα δεν αποκαλύπτεται, θα εκτεθεί στο Μουσείο αργότερα εντός του μηνός και για ένα χρόνο.
Ο ίδιος, μαζί με τον Λούις Φαν Τίλμπορχ. ο οποίος συνέβαλε στην διαπίστωση της αυθεντικότητας του πίνακα, χαρακτήρισε την ανακάλυψη του μέχρι πρότινος αγνώστου αυτού έργου «μία εμπειρία που βιώνεται μία φορά στη ζωή».
«Το σημερινό είναι ένα πολύ, μα πολύ, ιδιαίτερο πρωινό κι έχετε μπροστά σας έναν πολύ, μα πολύ ευτυχισμένο διευθυντή μουσείου», πρόσθεσε.
«Όταν μου ανακοίνωσαν πως ο πίνακας πιστοποιήθηκε ως αυθεντικός Βαν Γκογκ, αδυνατούσα να το πιστέψω», δήλωσε ο ίδιος μιλώντας στο Γαλλικό Πρακτορείο.
«Αυτό που το κάνει ακόμη πιο σημαντικό είναι πως το έργο αυτό ανήκει σε μία μεταβατική περίοδο της τεχνοτροπίας του (καλλιτέχνη), κι ακόμη περισσότερο, ότι είναι ένα μεγάλων διαστάσεων έργο από μία περίοδο που θεωρείται ευρέως ότι αποτελεί την κορύφωση του καλλιτεχνικού του αποτελέσματος, την περίοδο της Αρλ», εξήγησε ο Ρίγκερ.
Πάντως, όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, το 1991 όταν και το Μουσείο εκλήθη από την οικογένεια του συλλέκτη να γνωμοδοτήσει για την αυθεντικότητα του έργου, είχε αποφανθεί πως ο πίνακας δεν ήταν έργο του Ολλανδού ζωγράφου.
Όμως χάρη σε νεώτερες έρευνες, που περιελάμβαναν τεχνικές ανάλυσης των χρωμάτων που είχαν χρησιμοποιηθεί και την ποιότητα του αποχρωματισμού τους, καθώς κι έπειτα από επισταμένη μελέτη επιστολών του Βαν Γκογκ, το Μουσείο μετέβαλε γνώμη και πιστοποίησε την αυθεντικότητα του πίνακα.
Ενδεικτικά, σε επιστολή του προς τον αδελφό του Τεό, με ημερομηνία 5 Ιουλίου 1888, ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ περιγράφει τη σκηνή που είχε ζωγραφίσει την προηγουμένη, σημειώνοντας: «έφερα πίσω και μία μελέτη που είχα κάνει επίσης για το τοπίο, όμως ήταν πολύ κατώτερη από εκείνη που θα ήθελα».
Το έργο είχε συμπεριληφθεί σε έναν από τους καταλόγους του Τεό με έργα του αδελφού του, για να επανεμφανισθεί το 1970 στην καταμέτρηση της συλλογής του Νορβηγού βιομηχάνου Κρίστιαν Νικολάι Μούσταντ, ο οποίος συνέλεγε έργα του Έντβαρντ Μουνκ.
Η οικογένειά του θεωρούσε πως ο πίνακας είχε αποκτηθεί από τον Μούσταντ το 1908, όμως βάσει μίας κατοπινής εμπειρογνωμοσύνης ο συλλέκτης πίστεψε πως επρόκειτο για πλαστό έργο, ή εσφαλμένα αποδιδόμενο στον Βαν Γκογκ και το απέσυρε στη σοφίτα του.