Τη βαθιά θλίψη και την «ντροπή» της εξέφρασε σήμερα η καγκελάριος της Γερμανίας Άγγελα Μέρκελ κατά την επίσκεψη που πραγματοποίησε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου, γεγονός που θεωρείται ιστορικής σημασίας αλλά ταυτόχρονα κι αμφιλεγόμενο, αφού έγινε ένα μήνα πριν από τις βουλευτικές εκλογές στη χώρα.
«Η θύμηση της μοίρας (των κρατουμένων) με γεμίζει βαθιά θλίψη και ντροπή» είπε η Μέρκελ σε μια σύντομη ομιλία που εκφώνησε κατά τη διάρκεια της επίσκεψής της, της πρώτης που πραγματοποιεί εν ενεργεία καγκελάριος της χώρας στο στρατόπεδο αυτό κοντά στο Μόναχο.
«Ο κάθε κρατούμενος στο στρατόπεδο του Νταχάου και στα άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης είχε προφανώς μια προσωπική πορεία που διακόπηκε ή καταστράφηκε», υπογράμμισε η Μέρκελ η οποία κατέθεσε ένα στεφάνι με λουλούδια και συνομίλησε με επιζήσαντες της ναζιστικής θηριωδίας.
Στο στρατόπεδο του Νταχάου, στην είσοδο του οποίου υπάρχει η διαβόητη πινακίδα με τη φράση “Arbeit macht frei” (Η εργασία απελευθερώνει) ενσαρκώνεται “ένα τρομακτικό, χωρίς προηγούμενο, κεφάλαιο της ιστορίας μας”, τόνισε η καγκελάριος.
«Ταυτοχρόνως, το μέρος αυτό αποτελεί μια προειδοποίηση: πώς φτάσαμε στη Γερμανία να αφαιρούμε από τους ανθρώπους το δικαίωμα στο ζωή λόγω της καταγωγής τους, της θρησκείας τους (…) του σεξουαλικού προσανατολισμού τους;» διερωτήθηκε υπενθυμίζοντας, φανερά συγκινημένη, ότι «η τεράστια πλειονότητα των Γερμανών» έκλεισε τα μάτια ή δεν έκανε τίποτα για να αποτρέψει τον εγκλεισμό των Εβραίων και των αντιφρονούντων στα στρατόπεδα.
Η επίσκεψη της καγκελαρίου στο Νταχάου, εν μέσω της προεκλογικής εκστρατείας για τις κρίσιμες εκλογές της 22ας Σεπτεμβρίου, θα κλείσει με μια προεκλογική γιορτή μπίρας στην περιοχή, κάτι που επικρίθηκε τόσο από τους Πράσινους όσο και από ορισμένα μέσα ενημέρωσης που χαρακτήρισαν “αδέξιο” τον συνδυασμό των δύο εκδηλώσεων μέσα στην ίδια ημέρα.
Το Νταχάου, το πρώτο από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, άνοιξε τον Μάρτιο του 1933, μετά την ανάρρηση του Χίτλερ στην εξουσία, και αρχικά προοριζόταν για πολιτικούς κρατούμενους. Περισσότεροι από 200.000 άνθρωποι –πολιτικοί αντιφρονούντες, ομοφυλόφιλοι, εβραίοι, ανάπηροι, τσιγγάνοι, ακόμη και αιχμάλωτοι πολέμου– στάλθηκαν τα επόμενα χρόνια στο Νταχάου και τουλάχιστον 41.000 από αυτούς σκοτώθηκαν ή πέθαναν από την πείνα και τις αρρώστιες μέχρι τον Απρίλιο του 1945, όταν το στρατόπεδο απελευθερώθηκε από τα αμερικανικά στρατεύματα.