Την αποφασιστικότητα της «πονεμένης Ρωμηοσύνης» να μην εγκαταλείψει τον καλόν αγώνα της διασώσεως της παρουσίας και της μαρτυρίας της στη φυσική και ιστορική κοιτίδα της, υπογράμμισε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, στην ομιλία του, μετά την Πατριαρχική και Συνοδική Θεία Λειτουργία, στην οποία προεξήρχε, για την εορτή των Εισοδίων της Υπεραγίας Θεοτόκου στον πανηγυρίζοντα φερώνυμο Ι. Καθεδρικό Ναό της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως, στη μεγαλώνυμο Κοινότητα Σταυροδρομίου.
Στην ομιλία του ο Παναγιώτατος, τόνισε, μεταξύ άλλων:
«Παραμένομεν εις τα “αγιασμένα χώματα”, διότι εδώ είναι η Πόλις της Παναγίας της Παμμακαρίστου, η Πόλις των Πατέρων ημών, το πάνσεπτον Κέντρον της Ορθοδοξίας. Συνεχίζομεν εδώ, διότι εδώ εγεννήθημεν, εδώ είναι η πατρίς μας, εδώ είναι τα πάντα γνώριμα και οικεία δι’ ημάς. Αγαπώμεν τα πάντα, επειδή τα γνωρίζομεν, και τα γνωρίζομεν επειδή τα αγαπώμεν. Εμμένομεν, διότι εδώ ευρίσκεται η ιστορία μας, το παρόν και το μέλλον μας, τα αχνάρια και το άρωμα του πολιτισμού μας, διότι εδώ δεν είμεθα ξένοι, και τίποτε δεν μας είναι ξένον και αλλότριον. Μένομεν και αγωνιζόμεθα, διότι αυτό είναι η αμετάκλητος απόφασίς μας, διότι θέλομεν να φυλάσσωμεν Θερμοπύλας, “ποτέ από το χρέος μη κινούντες”. Παραμένομεν εις την Πόλιν μας, διότι πιστεύομεν εις την πρόνοιαν του αγαθοδότου Θεού. Εδώ μας έταξεν ο Κύριος, και γνωρίζομεν ότι “τους αγαπώσι τον Θεόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν” (Ρωμ. η’, 28). Συνεχίζομεν “θαρρούντες πάντοτε”, και καλούμεν τους εν τη ξένη ομογενείς, όχι απλώς να μη λησμονούν την Πόλιν των, αλλά να επιστρέψουν εις τα πάτρια, όπου η ζωή των θα αποκτήσει νόημα απροσμέτρητον, θα ανοίξουν εις αυτούς νέοι ορίζοντες υπαρξιακής πληρότητος. Απευθυνόμενοι δε, κατά την ιεράν ταύτην στιγμήν, προς τους νέους μας, οι οποίοι εγεννήθηκαν αλλαχού, λέγομεν ότι πρέπει να ανακαλύψουν τας ρίζας των, να κατανοήσουν ότι αποτελεί μέγα προνόμιον δι’ αυτούς να είναι συνειδητά μέλη της Ομογενείας, να μετέχουν εις τας περιπετείας της, να συμβάλλουν εις τους αγώνας της. Ζη η Ομογένεια, με πνευματικόν Κέντρον το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, το σέμνωμα του Γένους. Η Μεγάλη Εκκλησία ασκεί την διορθόδοξον, την διαχριστιανικήν, την διαθρησκειακήν, την ειρηνοποιόν οικουμενικήν αποστολήν της, δίδει την μαρτυρίαν της Ορθοδόξου πίστεως, της αγάπης και της ελπίδος, ενώπιον των σημείων των καιρών, ταυτοχρόνως δε μεριμνά ανυστάκτως διά τα ενταύθα και εν απάση τη δεσποτεία Κυρίου τέκνα της, διά την διαποίμανσιν και την κατά Χριστόν οικοδομήν των».
Με τον κ.κ. Βαρθολομαίο συλλειτούργησαν οι μητροπολίτες Γέρων Δέρκων Απόστολος, Τρανουπόλεως Γερμανός, Μυριοφύτου και Περιστάσεως Ειρηναίος, Μύρων Χρυσόστομος, Ικονίου Θεόληπτος, Καλλιουπόλεως και Μαδύτου Στέφανος, Αμερικής Ελπιδοφόρος και Κυδωνιών Αθηναγόρας.
Στη Θεία Λειτουργία συμμετείχαν και οι καθηγούμενοι των Αγιορειτικών Μονών Σίμωνος Πέτρας Ελισσαίος και Εσφιγμένου Βαρθολομαίος. Κατά τη διάρκειά της, ο Παναγιώτατος χειροτόνησε στο βαθμό του διακόνου τον υποδιάκονο Κωνσταντίνο Ταλιαδούρο, έγγαμο και θεολόγο, δίνοντάς του το όνομα Νικηφόρος.
Στην ομιλία του, πριν από τη χειροτονία του νέου κληρικού, ο Οικουμενικός Πατριάρχης αναφέρθηκε με συγκίνηση στην κοινή τους καταγωγή, από το χωριό των Αγίων Θεοδώρων της Ίμβρου, στις ομορφιές της ιδιαίτερης πατρίδας τους και στα περικαλλή εξωκλήσια που οικοδόμησε η ευσέβεια των κατοίκων της, «την οποία καλείται να συνεχίσει και να μεταλαμπαδεύσει εις τους μεταγενεστέρους η γενεά των σημερινών νέων Ιμβρίων, είτε εγεννήθησαν εις τον τόπον μας είτε εν τη ξένη από εκπατρισθέντας Ιμβρίους γονείς».
Ο Παναγιώτατος απευθυνόμενος στον υποψήφιο κληρικό είπε ότι του δίδει το όνομα Νικηφόρος, από τον Επίσκοπο Αμορίου Νικηφόρο, Ηγούμενο της Ι. Μονής Βλατάδων Θεσσαλονίκης, ο οποίος τον είχε υπό την πατρική προστασία του, κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, αλλά και προς τιμήν του μακαριστού μητροπολίτη Νικηφόρου Γλυκά, από το Γλυκύ της Ίμβρου, ο οποίος αφού δίδαξε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, έγινε μητροπολίτης Ίμβρου και αργότερα Μηθύμνης στην Λέσβο. Τον προέτρεψε μάλιστα να μιμηθεί τον μακαριστό ιερέα του χωριού τους, π. Αστέριο, που υπηρέτησε επί 40 χρόνια τις πνευματικές και θρησκευτικές ανάγκες των κατοίκων του, με υποδειγματική πιστότητα και αφοσίωση στο καθήκον.
Τον πανηγυρικό της ημέρας εκφώνησε ο μοναχός Κοσμάς Σιμωνοπετρίτης, αρχιγραμματέας της Ιεράς Κοινότητας του Αγίου Όρους.
Στη Θεία Λειτουργία παρέστησαν συμπροσευχόμενοι ο μητροπολίτης Γέρων Νικαίας Κωνσταντίνος, οι επίσκοποι Αμορίου Νικηφόρος και Μηδείας Απόστολος, άρχοντες οφφικιάλιοι της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, ο πρέσβης της Ελλάδος στην ‘Αγκυρα, Μιχαήλ Χρήστος Διάμεσης, ο βουλευτής Κωνσταντίνος Γκιουλέκας, πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Εθνικής ‘Αμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής των Ελλήνων, τα μέλη της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων για τον Ελληνισμό της Διασποράς, υπό τον πρόεδρό της, βουλευτή Σάββα Αναστασιάδη, η γενική πρόξενος της Ελλάδος στην Πόλη, Γεωργία Σουλτανοπούλου, παράγοντες της Ομογένειας, καθηγητές και μαθητές του Ζαππείου και του Ζωγραφείου Λυκείου, και πλήθος πιστών από την Πόλη και το εξωτερικό.
Μετά την Απόλυση, ο Οικουμενικός Πατριάρχης απένειμε το Οφφίκιο του Άρχοντος Ασηκρήτη στον κ. Αναστάσιον Βαβούσκο, νομικό και κανονολόγο.
Ακολούθως, στην Κοινοτική Αίθουσα ο νέος διάκονος Νικηφόρος εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του προς τον Παναγιώτατο και τον διαβεβαίωσε για την απόλυτη αφοσίωσή του προς τη Μητέρα Εκκλησία.