Μετά από πολλά χρόνια σιωπής, η Καθολική Εκκλησία της Αργεντινής δεσμεύτηκε να συνεργαστεί στις έρευνες για τους εξαφανισμένους της δικτατορίας (1976-1983) και για τα «κλεμμένα παιδιά» των αντιφρονούντων, όπως ζητούσαν εδώ και τρεις δεκαετίες οι Γιαγιάδες της Πλατείας Μαΐου.
Ο πρόεδρος του συμβουλίου των επισκόπων της Αργεντινής Χοσέ Μαρία Αρανσέδο, μετά από μια συνάντηση που είχε με εκπροσώπους των Γιαγιάδων, «δεσμεύτηκε να συνεργαστεί στην έρευνα για τα κλεμμένα εγγόνια τους», ανέφερε σε ανακοίνωσή της η οργάνωση η οποία έχει ως βασικό στόχο της τον εντοπισμό των αγνοούμενων και των παιδιών τους.
Ο επίσκοπος Αρανσέδο «εμφανίστηκε ανοιχτός στο διάλογο και διατεθειμένος να ικανοποιήσει τα αιτήματα των Γιαγιάδων και διαβεβαίωσε ότι η Εκκλησία εργάζεται ήδη για το θέμα αυτό», συνεχίζει η ανακοίνωση.
Στις 24 Απριλίου η πρόεδρος της οργάνωσης, Εστέλα δε Καρλότο, είχε ζητήσει από τον πάπα Φραγκίσκο να παρέμβει ώστε η Εκκλησία της Αργεντινής να αποκαλύψει τις πληροφορίες που διαθέτει για την περίοδο της δικτατορίας. Είχε δηλώσει τότε ότι παρέδωσε στον ποντίφικα έναν κατάλογο με τις ενέργειες ήταν απαραίτητο να γίνουν «ώστε η υπόσχεση να γίνει πράξη».
«Βασιστείτε πάνω μου», φέρεται να απάντησε ο πάπας στην 82χρονη γυναίκα η οποία αναζητά μέχρι σήμερα τον εγγονό της, το παιδί που γέννησε η κόρη της λίγο προτού δολοφονηθεί.
Μέχρι σήμερα, ακόμη και την εποχή που ο νυν πάπας ήταν πριμάτος της Αργεντινής, η Καθολική Εκκλησία απαντούσε πάντα δια της σιωπής στα αιτήματα των οικογενειών των αγνοουμένων που ζητούν κυρίως να έχουν πρόσβαση στα βιβλία των βαπτίσεων και στα αρχεία του Χριστιανικού Οικογενειακού Κινήματος που φέρεται να εμπλεκόταν στις παράνομες υιοθεσίες.
Πολλές οργανώσεις για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν κατηγορήσει την Καθολική Εκκλησία για συνεργασία με το στρατιωτικό καθεστώς της Αργεντινής κατά την περίοδο 1976-83.
Τον Μάρτιο, λίγο μετά την εκλογή του Χόρχε Μάριο Βεργκόλιο στο ανώτατο αξίωμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας η Καρλότο είχε δηλώσει στους δημοσιογράφους ότι οι Γιαγιάδες τον κατηγορούν επειδή «δεν μίλησε ποτέ για το ζήτημα των αγνοούμενων».
Η οργάνωση αυτή ιδρύθηκε το 1977 και έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να εντοπίσει 108 από τα 500 παιδιά αντιφρονούντων που δόθηκαν για υιοθεσία σε στρατιωτικούς ή σε οικογένειες που ήταν προσκείμενες στο στρατιωτικό καθεστώς.