Σε μια προσπάθεια να κατευνάσει τις ανησυχίες των Δυτικών, οι οποίοι εκφράζουν φόβους για ενδεχόμενη ανάκαμψη του Ισλαμικού Κράτους και για φυγή των μαχητών του που κρατούνται από την κουρδική πολιτοφυλακή Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG), ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υποστήριξε πως η χώρα του θα εμποδίσει τους μαχητές του ΙΚ να φύγουν από τη βορειοανατολική Συρία, όπου ο τουρκικός στρατός διεξάγει επίθεση εναντίον των κουρδικών δυνάμεων.
«Θα εξασφαλίσουμε ότι κανένας μαχητής του Ισλαμικού Κράτους δεν θα μπορέσει να φύγει από τη βορειοανατολική Συρία», γράφει ο Ερντογάν σε άρθρο του που δημοσιεύεται σήμερα από την εφημερίδα Wall Street Journal.
«Είμαστε έτοιμοι να συνεργαστούμε με τις χώρες προέλευσης και τις διεθνείς οργανώσεις για την αποκατάσταση των γυναικών και των παιδιών ξένων τρομοκρατών μαχητών», πρόσθεσε.
Η Τουρκία είχε κατηγορήσει χθες, Δευτέρα, τις κουρδικές δυνάμεις ότι άφησαν εσκεμμένα να διαφύγουν μέλη του ΙΚ, τα οποία κρατούσαν στη βορειοανατολική Συρία, για να «σπείρουν το χάος» στην περιοχή αυτή.
Σ’ ένα μήνηυμά του στο Twitter, ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ φάνηκε να επικαλείται κι αυτός χθες το σενάριο αυτό δηλώνοντας: «Οι Κούρδοι μπορεί να αφήνουν μερικούς για να μας εξαναγκάσουν να εμπλακούμε».
Όμως χθες το βράδυ, ο αμερικανός υπουργός Άμυνας Μαρκ Έσπερ κατήγγειλε έντονα την «απαράδεκτη» τουρκική επίθεση στη Συρία εκτιμώντας πως είχε ως αποτέλεσμα την «απελευθέρωση πολυάριθμων επικίνδυνων κρατουμένων» μελών του ΙΚ.
Στο άρθρο του, ο Ερντογάν επικρίνει εξάλλου τις δυτικές χώρες οι οποίες «δίνουν σήμερα μαθήματα στην Τουρκία για τις αρετές της καταπολέμησης του ΙΚ αφού απέτυχαν να σταματήσουν τη ροή ξένων μαχητών το 2014 και το 2015».
Ο τούρκος πρόεδρος υποστήριξε εν είδει παραδείγματος πως ο υπήκοος μιας ευρωπαϊκής χώρας, την οποία δεν κατονόμασε, είχε φθάσει το 2014 στην Κωνσταντινούπολη «με πυρομαχικά μέσα στην αποσκευή που είχε παραδώσει».
Ο Ερντογάν καταφέρθηκε επίσης εναντίον της Γαλλίας επειδή ανέστειλε την πώληση στην Τουρκία όπλων που μπορεί να χρησιμοποιούνταν στο πλαίσιο της επίθεσης στη Συρία.
«Η Γαλλία μπλόκαρε την πώληση όπλων στην Τουρκία, όμως γιατί είχε αγνοήσει τις επανειλημμένες ειδοποιήσεις μας για επικείμενες τρομοκρατικές επιθέσεις;» στο έδαφός της, πρόσθεσε.
Ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος επικρίνει ζωηρά την τουρκική επίθεση αφότου αυτή άρχισε, επέμεινε χθες σε τηλεφωνική συνομιλία του με τον αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ στην «απόλυτη ανάγκη να εμποδισθεί μια ανάδυση» του ΙΚ, όπως ανακοινώθηκε από το γαλλικό προεδρικό μέγαρο.
Τουρκία-Δύση: Μία δύσκολη σχέση
Στο μεταξύ, την περίπλοκη σχέση της Τουρκίας με τους δυτικούς συμμάχους της επιχειρεί να ερμηνεύσει ο γερμανόφωνος τύπος., σύμφωνα με τη Deutsche Welle. Δεν λείπουν και τα ερωτήματα για τη στάση της κοινής γνώμης στην ίδια την Τουρκία.
«Το μικρό θαύμα του Λουξεμβούργου» επιγράφεται ανάλυση της Süddeutsche Zeitung- μία υπενθύμιση ότι για τα δεδομένα της ΕΕ η ομόφωνη καταδίκη της τουρκικής εισβολής στη Συρία επήλθε γρήγορα στο Συμβούλιο Υπουργών, που συνεδρίασε τη Δευτέρα στο Λουξεμβούργο. «Από τότε που ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έδωσε εντολή για την εισβολή πολλά κράτη-μέλη παρακολουθούν την κατάσταση με ανάμεικτα αισθήματα οργής και αδυναμίας», σημειώνει η εφημερίδα του Μονάχου. «Ωστόσο, ευρωπαίοι διπλωμάτες επισημαίνουν ότι δεν πρέπει να παραβλέπουμε τα “συνολικά συμφραζόμενα”, λέγοντας ότι η Τουρκία είναι μέλος του ΝΑΤΟ και εταίρος στη μεταναστευτική πολιτική, έστω κι αν οι Βρυξέλλες θεωρούν παράνομες τις τουρκικές έρευνες για φυσικό αέριο στις ακτές της Κύπρου».
Στον ρόλο του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ εστιάζει η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt και σημειώνει ότι «έλαβε μία μονομερή απόφαση για τη Συρία μόλις έναν χρόνο πριν από τις προεδρικές εκλογές (στις ΗΠΑ) καταστρέφοντας τις ούτως ή άλλως εύθραυστες ισορροπίες. Οι συνέπειες θα είναι αισθητές επί μακρόν και δεν αποκλείεται να ανατρέψουν τελικά τους προεκλογικούς υπολογισμούς του Τραμπ. Γιατί τίποτα δεν προκαλεί τόσο διάχυτο τρόμο, όσο η ιδέα των τρομοκρατών που κυκλοφορούν ελεύθεροι με σκοπό να εκδικηθούν τις ΗΠΑ».
Ποιες δυνατότητες έχει η Γερμανία να επηρεάσει τα πράγματα; Η Süddeutsche Zeitung υπενθυμίζει ότι ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος πήρε την πρωτοβουλία να τηλεφωνήσει στην καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ το απόγευμα της Κυριακής. «Πιθανώς», επισημαίνει η εφημερίδα του Μονάχου, «ήθελε να διαπιστώσει εάν πράγματι απειλείται με σοβαρά προβλήματα. Και αυτό θα συνέβαινε, αν η ΕΕ αποφάσιζε να επιβάλει οικονομικές κυρώσεις. Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είχε απειλήσει τον Ερντογάν ότι θα καταστρέψει την τουρκική οικονομία. Οι Βρυξέλλες δεν χρειάζεται να στέλνουν tweet στα όρια της παράνοιας για να υπενθυμίσουν στον Ερντογάν πόσο ευάλωτος είναι οικονομικά. Είναι προφανής η εξάρτηση της Τουρκίας από το εμπόριο με την ΕΕ. Ακριβώς επειδή το γνωρίζει αυτό ο Ερντογάν απειλεί να καταγγείλει τη συμφωνία για το προσφυγικό και να στείλει στην Ευρώπη εκατομμύρια πρόσφυγες».
«Ο πόλεμος στη Συρία θέτει σε κίνδυνο το εργοστάσιο της Volkswagen στην Τουρκία» επιγράφεται ρεπορτάζ στις οικονομικές σελίδες της Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ). Η εφημερίδα σημειώνει ότι η ένταση στις σχέσεις της Τουρκίας με δυτικές χώρες «δεν επηρεάζει μόνο τις εξαγωγές όπλων, αλλά προφανώς και τις ιδιωτικές επενδύσεις. Στο στόχαστρο βρίσκεται μεταξύ άλλων το νέο εργοστάσιο που σχεδιάζει η Volkswagen κοντά στη Σμύρνη (…) Απαντώντας σε σχετικό ερώτημα της FAZ η επιχείρηση επισημαίνει ότι οι σχετικές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί. ‘Παρακολουθούμε την κατάσταση με προσοχή και μεγάλη ανησυχία για τις επίκαιρες εξελίξεις’ δηλώνει ένας εκπρόσωπος (του ομίλου)».
Την ίδια στιγμή, η εφημερίδα Die Welt στρέφει την προσοχή της στο εσωτερικό της Τουρκίας και φαίνεται να απορεί με τη στήριξη της τουρκικής κοινής γνώμης στην εισβολή. «Αναρωτιέται κανείς: Πού είναι η διαδηλώσεις στην Κωνσταντινούπολη, που τόσο πολύ της αρέσει να διαμαρτύρεται; Γιατί δεν υψώνει κανείς τη φωνή του; Ειδικά τώρα θα ήταν πολύ σημαντική η αντίσταση απέναντι στον Νεο-Οθωμανισμό του Ερντογάν- όχι μόνο για ανθρωπιστικούς λόγους. Η στρατιωτική επίθεση αποσταθεροποιεί μία περιοχή υπό κουρδική διοίκηση, η οποία είχε ησυχάσει μετά τη νίκη επί των τρομοκρατών του Ισλαμικού Κράτους».