Η γερμανική δικαιοσύνη αποφάσισε να επιβληθεί τέλος επιτηδεύματος σε όσα πρόσωπα επιδίδονται ως αυτοαπασχολούμενοι σε πορνεία.
Επί πολλά έτη, οι φορολογικές αρχές και οι ιερόδουλες διαφωνούσαν έντονα σχετικά με την επιβολή ενός τέτοιου φόρου για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα.
Οι φορολογικές αρχές επιμένουν πως η δραστηριότητα αυτή αποτελεί επάγγελμα το οποίο πρέπει να υπαχθεί στο φορολογικό καθεστώς που ισχύει για τους επιτηδευματίες, ενώ οι εργαζόμενοι στον τομέα παροχής ερωτικών υπηρεσιών επιμένουν πως η δραστηριότητά τους εμπίπτει στην κατηγορία των «άλλων εσόδων» και συνεπώς οφείλουν να καταβάλλουν μόνον τον φόρο επί του εισοδήματος.
Σε απόφασή του, που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα, το Ομοσπονδιακό Οικονομικό Δικαστήριο του Μονάχου αποφάνθηκε πως οι αυτοαπασχολούμενες ιερόδουλες οφείλουν να καταβάλλουν φόρο επιτηδεύματος.
Η απόφαση αυτή πάντως δεν πρόκειται να μεταβάλλει εν γένει την υπάρχουσα κατάσταση για τις περισσότερες εργαζόμενες στον τομέα, καθώς το τέλος επιτηδεύματος συμπεριλαμβάνεται στη φορολογία εισοδήματος.
Στην τελευταία του ετυμηγορία για το ζήτημα, που ανάγεται στο 1964, το ίδιο δικαστήριο είχε κρίνει ότι όσοι επιδίδονται σε «κατ’ επάγγελμα συνουσία» δεν υποχρεούνται να καταβάλλουν τέλος επιτηδεύματος.
Έκτοτε όμως σημειώθηκε μεταβολή της αντιμετώπισης της πορνείας από τον κρατικό μηχανισμό.
Το 2001, το γερμανικό Κοινοβούλιο είχε εγκρίνει νόμο που νομιμοποιούσε την πορνεία, γεγονός που έδωσε το δικαίωμα στις ιερόδουλες να έχουν κάλυψη από το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και να υπογράφουν συμβάσεις εργασίας.