Κατά τη διάρκεια των δύο πολέμων τους με τη Μόσχα αλλά και μέσω των τρομοκρατικών επιθέσεων που είχαν οργανώσει στο εξωτερικό -κατά βάση στην περιοχή του Καυκάσου- οι Τσετσένοι είχαν κάνει όλο τον κόσμο να μιλά για αυτούς• είναι όμως η πρώτη φορά που θεωρούνται βασικοί ύποπτοι για μια τόσο εντυπωσιακή ενέργεια στη Δύση.
Η σύλληψη ομήρων και η αεροπειρατεία σε ένα αεροσκάφος στην Τουρκία, ήταν κάποιες από τις ενέργειες στις οποίες προχώρησαν οι Τσετσένοι στον αγώνα τους για τη διεκδίκηση της ανεξαρτησίας τους. Ωστόσο, μετά τον πρώτο πόλεμο της Τσετσενίας (1994-96) η εξέγερσή τους σταδιακά εξισλαμίστηκε και μεταφέρθηκε αρχικά έξω από τη μικρή δημοκρατία τους στον Καύκασο και κατόπιν εκτός Ρωσίας, γράφει το Αθηναϊκό Πρακτορείο.
Οι δύο Τσετσένοι αδελφοί που θεωρούνται ύποπτοι για τη βομβιστική επίθεση της Βοστόνης, από την οποία έχασαν τη ζωή τους τρεις άνθρωποι, φαίνεται ότι εμπνέονταν από το ριζοσπαστικό Ισλάμ.
Ο μεγαλύτερος, ο Ταμερλάν Τσαρνάεφ, 26 ετών, τον οποίο η αμερικανική ομοσπονδιακή αστυνομία (FBI) αποκαλούσε «ύποπτο υπ’ αριθμόν 1», σκοτώθηκε τη νύχτα της Πέμπτης προς την Παρασκευή. Μέσω του λογαριασμού που διατηρούσε στο YouTube φέρεται να συνδεόταν με ισλαμιστικές οργανώσεις, μεταξύ των οποίων και μία ομάδα που έφερε την ονομασία «Τρομοκράτες».
Ο αδελφός του, Τζοκάρ, 19 ετών, που καταζητείται από την αστυνομία, είχε γράψει στη σελίδα του στο δίκτυο κοινωνικής δικτύωσης Vkontakte ότι οι πεποιθήσεις του πηγάζουν από το Ισλάμ.
«Είναι παράξενο που ο Ταμερλάν, ο οποίος είχε φορτώσει το λογαριασμό του με σαλαφιστική προπαγάνδα, δεν τράβηξε την προσοχή και οι αδελφοί δεν περιλαμβάνονταν στη βάση δεδομένων του FBI» ανέφερε η Ιρίνα Μπογκοράν, ειδική στις μυστικές υπηρεσίες.
«Δεν μπορούμε να πούμε ότι οι αδελφοί ανήκουν στην Αλ Κάιντα, όμως φαίνεται ότι κάποιος τους χρησιμοποίησε. Οι βόμβες ήταν επαγγελματικής κατασκευής, τέτοιες βόμβες χρησιμοποιούνται στο Αφγανιστάν εναντίον των αμερικανικών περιπόλων», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με τον Αλεξάντρ Τσερκάσοφ, ειδικό της μη κυβερνητικής οργάνωσης Memorial σε θέματα Καυκάσου, είναι μάλλον απίθανο οι αδελφοί να λάμβαναν εντολές από τον ηγέτη των ισλαμιστών ανταρτών του ρωσικού Καυκάσου, τον Τσετσένο Ντόκου Ουμάροφ, τον πλέον καταζητούμενο τρομοκράτη στη Ρωσία.
Σε δυτικές εφημερίδες έχει γραφτεί κατ’ επανάληψη ότι Τσετσένοι μάχονταν στο πλευρό των ανταρτών στο Ιράκ και ότι σήμερα δραστηριοποιούνται στη Συρία. Η ισλαμιστική τσετσενική ιστοσελίδα Kavkazcenter.com ανέφερε τον περασμένο Αύγουστο ότι ο γιος ενός πρώην ηγέτη των Τσετσένων ανταρτών, του Ρουστάμ Γκελάγεφ, σκοτώθηκε στη Συρία όπου πολεμούσε μαζί με τους αντάρτες.
Η πρώτη τρομοκρατική επίθεση που διαπράχθηκε εκτός Ρωσίας και σχετίζεται με την Τσετσενία χρονολογείται από το 1996. Στις 16 Ιανουαρίου εκείνης της χρονιάς μια ομάδα αποτελούμενη κυρίως από Αμπχάζιους και Τσερκέζους κατέλαβε το φεριμπότ Avrasya στο λιμάνι της Τραπεζούντας, στην Τουρκία. Οι δράστες κράτησαν ομήρους τους 150 επιβάτες, στην πλειονότητα τους Ρώσους, αλλά τους άφησαν ελεύθερους τρεις ημέρες αργότερα.
Στις 15 Μαρτίου 2001, κατά τη διάρκεια του δεύτερου πολέμου της Τσετσενίας, ένα ρωσικό αεροσκάφος που είχε απογειωθεί από την Κωνσταντινούπολη με προορισμό τη Μόσχα κατελήφθη από τρεις Τσετσένους αεροπειρατές που ζητούσαν τον τερματισμό των συγκρούσεων και το οδήγησαν στο αεροδρόμιο της Μεδίνας, στη Σαουδική Αραβία.
Τρεις άνθρωποι σκοτώθηκαν κατά την επιχείρηση των σαουδαραβικών δυνάμεων ασφαλείας για την απελευθέρωση των ομήρων. Τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς, μια ομάδα αποτελούμενη από 13 ενόπλους κράτησε ομήρους 120 ανθρώπους σε ένα μεγάλο ξενοδοχείο της Κωνσταντινούπολης, με αίτημα να σταματήσουν οι “αιματηρές επιθέσεις” των Ρώσων στον Καύκασο. Η κατάσταση ομηρείας έληξε ειρηνικά.
Στις 13 Ιανουαρίου 2009 ο Τσετσένος αντικαθεστωτικός Ουμάρ Ισραΐλοφ δολοφονήθηκε στη Βιέννη, μετά την απόπειρα απαγωγής του με σκοπό τη μεταφορά του στην Τσετσενία. Η αυστριακή αντικατασκοπία θεωρούσε ως βασικό ύποπτο για την υπόθεση αυτή τον ισχυρό άνδρα της Τσετσενίας Ραμζάν Καντίροφ. Ο φερόμενος ως εκτελεστής, Λέτσκα Μπογκατίροφ, διαφεύγει ενώ τρεις άλλοι Τσετσένοι καταδικάστηκαν σε ποινές κάθειρξης έως 16 ετών για συνέργεια στη δολοφονία.