Θα αλλάξει στάση απέναντι στην ευρωπαϊκή κρίση η Αγγελα Μέρκελ μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, όταν – όπως ολα δείχνουν σήμερα – θα έχει άνετα επανεκλεγεί και δεν θα δεσμεύεται πλέον από τις αγκυλώσεις του εκλογικού σώματος; Αυτό είναι το ερώτημα που απασχολεί εδώ και καιρό πολλούς αναλυτές σε όλη την Ευρώπη.
Αν και η γερμανίδα καγκελάριος δεν είναι οικονομολόγος – σπούδασε χημικός, όπως και η Μάργκαρετ Θάτσερ -, πρέπει να έχει καταλάβει ότι η σημερινή της πολιτική για το ευρώ δεν αποδίδει και ότι πρέπει να γίνει κάτι ριζοσπαστικό για να εξασφαλιστεί το μέλλον του κοινού νομίσματος.
Τα οικονομικά δεν είναι πυρηνική επιστήμη, όπως λέει και το γνωστό ανέκδοτο. Αν ήταν, οι Γερμανοί θα είχαν καλύτερες επιδόσεις. Σε κάθε περίπτωση, γράφει ο Τζέρεμι Ουόρνερ στην Ντέιλι Τέλεγκραφ, δύσκολα πιστεύουν και οι ίδιοι ότι τα χειρότερα έχουν περάσει και ότι η περιφέρεια της ευρωζώνης θα βρει σύντομα τον δρόμο της προς την οικονομική ευημερία. Η σημερινή τους στάση υπαγορεύεται περισσότερο από τους περιορισμούς που θέτουν η κοινή γνώμη και το ανεξάρτητο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Τι θα συμβεί λοιπόν μετά τις εκλογές; Ο Τσαρλς Γκραντ, διευθυντής του Centre for European Reform, έχει μιλήσει με αξιωματούχους στο Βερολίνο και έχει φτάσει στο συμπέρασμα ότι η Μέρκελ θα διατηρήσει τη σημερινή της στάση ακόμη και μετά την επανεκλογή της. Κι αυτό, για τέσσερις λόγους.
Πρώτον, οι Γερμανοί πιστεύουν ότι η κρίση βρίσκεται πλέον υπό έλεγχο και ότι η απειλή της διάλυσης της ευρωζώνης δεν υφίσταται πλέον.
Δεύτερον, το Βερολίνο θέλει να στερήσει από τον Ντέιβιντ Κάμερον τη δυνατότητα να επαναδιαπραγματευτεί τη θέση της Βρετανίας στην Ευρώπη.
Τρίτον, μια μείζων αλλαγή πολιτικής προϋποθέτει την ψήφιση μιας νέας συνθήκης, κάτι που δεν θέλουν η Γαλλία και οι περισσότερες άλλες χώρες-μέλη καθώς αμφιβάλλουν για την επικύρωσή της.
Τέταρτον, το Βερολίνο πολύ απλά δεν θέλει (πλέον) την ιδέα της πολιτικής ένωσης.
Όλα αυτά ακούγονται λογικά. Για να εξασφαλίσει όμως μια θέση στην ιστορία, η Μέρκελ δεν μπορεί να συνεχίσει να κινείται γύρω από τα δοκάρια χωρίς κάποια στιγμή να επιδιώξει να βάλει γκολ. Το ευρώ δεν θα γίνει ποτέ ένα πραγματικό νόμισμα με μακροπρόθεσμο μέλλον αν δεν συνοδευτεί σύντομα από 1) μια τραπεζική ένωση, με εγγύηση των καταθέσεων και κοινή γραμμή απέναντι στις χρεοκοπίες τραπεζών και 2) μια μορφή συνδιαχείρισης του χρέους ή δημοσιονομικής ένωσης.
Για τη συνδιαχείριση του χρέους έχουν προταθεί δύο πολύ διαφορετικές προσεγγίσεις. Η μία, την οποία προτείνει το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων της Γερμανίας (οι Πέντε Σοφοί), προβλέπει την ίδρυση ενός είδους «ταμείου εξαγοράς χρέους» (debt redemption fund) με στόχο τη μείωση του κρατικού χρέους των χωρών κάτω από το 60% του ΑΕΠ. Οι χώρες που έχουν υψηλό χρέος θα έχουν έτσι τη δυνατότητα να δανείζονται με επιτόκια ανάλογα του γερμανικού. Και θα έχουν περιθώριο 20-25 ετών για να αποπληρώσουν τα χρήματα που χρωστούν.
Μια τέτοια ιδέα θα τύγχανε της έγκρισης του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας και κατά συνέπεια δεν θα χρειάζονταν αλλαγές στο γερμανικό Σύνταγμα. Σε κάθε περίπτωση όμως, ένα τέτοιο ταμείο δεν ισοδυναμεί με δημοσιονομική ένωση. Ούτε εξασφαλίζει την έξοδο των πιο αδύνατων χωρών της ευρωζώνης από την ύφεση. Χώρες σαν την Ελλάδα θα αγωνίζονταν να κρατήσουν το χρέος στο 60% του ΑΕΠ και ταυτόχρονα να αποπληρώνουν το χρέος στο Ταμείο Εξαγοράς. Με άλλα λόγια, δεν πρόκειται για συνδιαχείριση του χρέους, αλλά για μια αναδιάρθρωση με λίγο πιο ευνοϊκούς όρους.
Η άλλη προσέγγιση έχει προταθεί από το Ινστιτούτο Bruegel, που εδρεύει στις Βρυξέλλες, και είναι πολύ πιο ριζοσπαστική. Ολο το δημόσιο χρέος μέχρι ένα ποσοστό – θα μπορούσε να είναι και πάλι το 60% – θα αποτελέσει αντικείμενο συνδιαχείρισης μέσα από τη δημιουργία μιας νέας αγοράς ευρωομολόγων. Οτιδήποτε ξεπερνά αυτό το όριο θα παραμένει με τη μορφή τοπικών ομολόγων, παρέχοντας προστασία της αξιοπιστίας των νέων ευρωομολόγων και μια εγγύηση πειθαρχίας των χωρών. Το όλο σχήμα θα υπακούει σε πολύ αυστηρότερους δημοσιονομικούς κανόνες και θα υπόκειται ενδεχομένως σε μια κεντρική οικονομική εξουσία.
Ένα τέτοιο σχέδιο θα συναντούσε ασφαλώς τις αντιρρήσεις της Γερμανίας και θα χρειαζόταν δημοψηφίσματα σε πολλές χώρες και μια νέα Ευρωπαϊκή Συνθήκη. Αν δεν συμβεί όμως κάτι τέτοιο, το ευρώ θα καταρρεύσει. Και η θέση της Μέρκελ στα βιβλία Ιστορίας θα είναι λιγότερο κολακευτική από εκείνη της Μάργκαρετ Θάτσερ.