Η Αναμπέλ Χερνάντες (Anabel Hernandez), «ένα θαύμα που περπατάει», αφού ακόμα δεν έχει δολοφονηθεί σε αντίποινα για τις δημοσιογραφικές της έρευνες, ήταν το τιμώμενο πρόσωπο στο Παγκόσμιο Δημοσιογραφικό Φόρουμ της Deutsche Welle, που πραγματοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα στην έδρα του μιντιακού οργανισμού, στη Βόννη.
Η Μεξικανή δημοσιογράφος έχει διακριθεί για τα ρεπορτάζ και τα βιβλία της, που έχουν αποκαλύψει σε βάθος πτυχές της εγκληματικότητας, της διακίνησης ναρκωτικών και της κρατικής διαφθοράς που συνδέονται με τη δράση του καρτέλ της Σιναλόα. Φαινόμενα, εξαιτίας των οποίων το Μεξικό καταγράφεται τα τελευταία χρόνια από την UNESCO ως η πιο επικίνδυνη μη εμπόλεμη χώρα (και η τρίτη πιο επικίνδυνη μεταξύ όλων) του πλανήτη για να είναι κανείς δημοσιογράφος. Η Αναμπέλ Χερνάντεζ, ωστόσο, δεν ζει πια στη χώρα της. Έχει διαφύγει και ζει εξόριστη, αρχικά στις ΗΠΑ και πλέον στην Ευρώπη.
Σκιαγραφώντας τη «Narcoland»
Η ίδια αποφάσισε να ασχοληθεί με την ερευνητική δημοσιογραφία μετά την απαγωγή και δολοφονία του πατέρα της, ενός μηχανικού, το 2000. Για την εξιχνίαση της υπόθεσης η οικογένειά της αρνήθηκε να πληρώσει τα λεφτά που ζήτησαν οι αστυνομικοί. Η ίδια έκτοτε ρίχτηκε βαθιά στη διερεύνηση της διαφθοράς, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Στα χρόνια της επαγγελματικής δημοσιογραφίας της, γνώρισε διάφορα στάδια απόπειρας φίμωσής της. Σύντομα μετά από την πρώτη μεγάλη αποκάλυψη για τα υπέρογκα έξοδα του πρώην Προέδρου της χώρας, Β. Φοξ, το 2001, η εφημερίδα της («Milenio») πάγωσε τις δημοσιεύσεις της προκειμένου να αυτοπροστατευτεί, ενώ η ίδια άρχισε να δέχεται απειλές. Συνέχισε γράφοντας βιβλία, για τα οποία επίσης διακρίθηκε και βραβεύτηκε κυρίως εκτός Μεξικoύ. Το 2003 η UNICEF της απένειμε αναγνώριση για τις έρευνές της σχετικά με τα κορίτσια από το Μεξικό που διακινούνται ως σεξουαλικές σκλάβες στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνια (ΗΠΑ).
Οι απειλές πολλαπλασιάστηκαν μετά το 2010, όταν δημοσιεύτηκε το βιβλίο της «Los Senores del Narco» («Narcoland» στα αγγλικά), που αποτυπώνει το «ναρκο-σύστημα» που διαπνέει τον κοινωνικό ιστό του Μεξικού: τις πολύπλοκες διασυνδέσεις μεταξύ πολιτικής, στρατού και επιχειρηματιών με το εμπόριο ναρκωτικών. Εκείνο το διάστημα αποκεφαλισμένα ζώα αφήνονταν στην είσοδο του σπιτιού της. Κάποια νύχτα του 2014 γλίτωσε, χάρη στην απουσία της, από μια νυχτερινή έφοδο μια ένοπλης ομάδας στο σπίτι της, που κράτησε μισή ώρα, υπό την παγερή αδιαφορία της αστυνομίας. Το χειρότερο, όπως λέει η ίδια, είναι ότι οι απειλές προέρχονταν όχι από το καρτέλ αλλά «από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, από τον πιο ισχυρό αρχηγό αστυνομίας του Μεξικό».
Το 2016 δημοσιεύτηκε το αποκαλυπτικό βιβλίο της «A massacre in Mexico» (Μια σφαγή στο Μεξικό), για τη σύνδεση του καρτέλ με την εξαφάνιση και δολοφονία των 43 φοιτητών της Αγιοτζινάπα, τον Σεπτέμβριο του 2014 στην πόλη Ιγκουάλα, μια υπόθεση που είχε συγκλονίσει όλο τον κόσμο. Συνδέοντας αναφορές, ίχνη και μαρτυρίες, η Χερνάντες είχε διαπιστώσει ότι τα λεωφορεία που μετέφεραν τους φοιτητές σε μια διαδήλωση στο Μεξικό, ήταν φορτωμένα με ηρωίνη αξίας 2 εκατ. δολαρίων, και στη δολοφονία εμπλέκονταν διεφθαρμένοι κρατικοί και αστυνομικοί λειτουργοί της περιοχής. Λίγο πριν από την κυκλοφορία του βιβλίου, οι αρχές της είχαν δώσει ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο να φοράει. «Ήταν μια προειδοποίηση: “Το έχεις παρατραβήξει”. Αλλά ακόμα και με το γιλέκο μπροστά μου, αρνήθηκα να σκεφτώ τον κίνδυνο και τον εαυτό μου», αναλογίζεται. «Υπήρχε πάντα κάτι πιο σημαντικό: η αλήθεια και η δικαιοσύνη».
«Το θαύμα που περπατάει»
Δύσκολες λέξεις για μια χώρα μοιάζει να βιώνει μια ανεξέλεγκτη δυστοπία, με χιλιάδες ανεξιχνίαστες εξαφανίσεις και δολοφονίες ανθρώπων, που παραμένουν ατιμώρητες. Μόνο πέρυσι, οι δολοφονημένοι άνθρωποι στο Μεξικό έφτασαν τους 33.000, θάνατοι που σχετίζονται με τη διακίνηση ναρκωτικών, τόνισε ο διακεκριμένος δημοσιογράφος Μίσα Γκλένι (Misha Glenny), συγγραφέας του βιβλίου «McMafia», προλογίζοντας την βράβευση της Χερνάντεζ, με το ετήσιο Βραβείο Ελευθερίας του Λόγου της DW, την Δευτέρα 27/5, στη Βόννη. Όπως ανέφερε, το 217 δημοσιογράφοι δολοφονήθηκαν στο Μεξικό το διάστημα 1860-2006, ενώ μόνο στα 12 χρόνια που ακολούθησαν (2007-2018) έχουν δολοφονηθεί 186.
Όπως υπογράμμισε ο ίδιος, το αιματοκύλισμα στο Μεξικό, είναι «συνέπεια αποτυχημένων πολιτικών, κυρίως καθοδηγούμενων από την Ουάσινγκτον, που πιστά εκτελούν κυβερνήσεις στην Κεντρική και Νότια Αμερική». Και καθώς το να είναι κανείς δημοσιογράφος σε αυτές τις χώρες και να υπηρετεί την αλήθεια, σημαίνει ότι διακινδυνεύει ευθέως τη ζωή του, ο ίδιος χαρακτήρισε θαύμα το γεγονός ότι η Χερνάντες «είναι ακόμα ανάμεσά μας».
«Αυτό το βραβείο δεν είναι για μένα», δήλωσε η Αναμπέλ Χερνάντεζ, παραλαμβάνοντάς το. «Είναι για τους περισσότερους από 125 δημοσιογράφους που έχουν δολοφονηθεί. Και για όλους εκείνους που μέρα με τη μέρα συνεχίζουν να κάνουν τη δουλειά τους με ήθος και αντοχή. Ναι, μας θέλουν νεκρούς, μας θέλουν φιμωμένους. Αλλά εμείς στεκόμαστε ακόμα και κάνουμε τις φωνές μας να ακούγονται», είπε, αφού «το να ζεις στη σιωπή σημαίνει να μην ζεις».
Ανάγκη διεθνούς συνεργασίας
Πέρα από το τι συμβαίνει στο Μεξικό, η Χερνάντες υπογράμμισε την διαπίστωση της UNESCO ότι οι δολοφονίες δημοσιογράφων αυξάνονται διαρκώς και οι περισσότεροι καταγράφονται σε χώρες χωρίς ένοπλες συγκρούσεις. «Οι δημοσιογράφοι ζουν στην πιο βίαιη περίοδο της πρόσφατης ιστορίας, κάτι που έχει συνέπειες στο ανθρώπινο δικαίωμα των κοινωνιών στην ενημέρωση. Κάθε φόνος δημοσιογράφου σημαίνει επιπτώσεις για εκατοντάδες δημοσιογράφους που μένουν σιωπηλοί αντικρίζοντας τη βία».
Σύμφωνα με την ίδια, οι κοινωνίες σήμερα δεν έχουν τα εργαλεία να κατανοήσουν τη νέα πραγματικότητα που καθορίζεται από τα διεθνώς αλληλοσυνδεόμενα συμφέροντα και τον τρόπο που αυτά λειτουργούν. «Και χωρίς κατανόηση δεν υπάρχει γέννηση εναλλακτικών, δεν υπάρχει δυνατότητα αλλαγής κι ενός καλύτερου μέλλοντος. Η ειλικρινής, ανεξάρτητη δημοσιογραφία, ταγμένη στην αλήθεια και την ακρίβεια, είναι απαραίτητη για να κατανοήσουμε αυτή την πραγματικότητα. Η δουλειά μας είναι να δώσουμε ονοματεπώνυμο σε αυτούς που συγκεντρώνουν ισχύ, ανεξαρτήτως της εθνικότητάς, της φυλής και της θρησκείας τους, και να περιγράψουμε τι κάνουν πώς το κάνουν και ποιοι είναι οι συνεργοί τους. Γι’ αυτό μας σκοτώνουν και κυνηγούν την ανεξάρτητη δημοσιογραφία. (…) Η δημοσιογραφία, ειδικά η ερευνητική έχει το δικό της καθήκον: Γνωρίζουμε κυκλώματα στα οποία πολλές φορές ούτε η δικαιοσύνη δεν έχει πρόσβαση. Και πολλές φορές φτάνουμε σε μια αλήθεια που ούτε οι διωκτικές ούτε οι δικαστικές αρχές αγγίζουν. Γιατί συχνά, σε χώρες σαν το Μεξικό, είναι κομμάτι αυτών των ομάδων ισχύος. Αλλά για τους ανεξάρτητους δημοσιογράφους και τα ελεύθερα ΜΜΕ δεν υπάρχουν ανέγγιχτοι».
Η Χερνάντες πρότεινε να δημιουργηθούν διεθνείς κανόνες που θα ισχύουν χωρίς περιορισμό συνόρων, θέτοντας ένα πλαίσιο κοινών συμφερόντων, καθώς και τη δημιουργία ευέλικτων πλατφορμών για τη διάδοση της πληροφόρησης, και συνεργατικών χαρτών-κινδύνου ανά τον κόσμο.
* Το Βραβείο Ελευθερίας του Λόγου της DW έχει απονεμηθεί προηγουμένως στον μπλόγκερ Ραϊφ Μπαντάουϊ (Raif Badawi, το 2015), ο οποίος παραμένει φυλακισμένος στην Σαουδική Αραβία, στον Σεντάτ Ερντίν (Sedat Ergin, το 2016), πρώην αρχισυντάκτη της τουρκικής εφημερίδας Hürriyet, στην Ένωση Ανταποκριτών του Λευκού Οίκου των ΗΠΑ (το 2017) και στον Ιρανό πολιτικό επιστήμονα Σαντέγκ Ζιμπακαλέμ (Sadegh Zibakalam, το 2018).