Σχεδόν 70 χρόνια μετά, τα μικροσκοπικά λείψανα θυμάτων του Ναζισμού, τα σώματα των οποίων είχαν χρησιμοποιηθεί για ιατρικά πειράματα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενταφιάστηκαν τελικά σήμερα σε ένα κοιμητήριο του Βερολίνου, παρουσία των απογόνων τους.
Η τελετή αυτή, με πρωτοβουλία ενός μεγάλου γερμανικού νοσοκομείου και έπειτα από τρία χρόνια ερευνών, έγινε παρουσία ενός ραβίνου και εκπροσώπων της προτεσταντικής Εκκλησίας, στο κοιμητήριο Ντοροτέενστατ, όπου έχουν ενταφιαστεί στο παρελθόν πολλά θύματα του Γ΄ Ράιχ.
«Με τον ενταφιασμό αυτών των μικροσκοπικών δειγμάτων» που είχαν ληφθεί πριν από δεκαετίες από τα θύματα «θέλουμε να ξαναδώσουμε σε αυτούς ανθρώπους την αξιοπρέπειά τους», είπε ο διευθυντής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Σαριτέ, Καρλ Μαρξ Άινχοϊπλ.
Για τη Σάσκια φον Μπρόκντορφ, της οποίας η μητέρα, Έρικα, δολοφονήθηκε μέσα στη φυλακή του Πλέτσενζεε, με την ταφή «ολοκληρώνεται η ιστορία». «Τώρα ξέρω πού μπορώ να θρηνήσω τη μητέρα μου, επειδή εκτελέστηκε στις 13 Μαΐου 1943 και πάντα πηγαίναμε στο Πλέτσενζεε. Όμως δεν ήταν το σωστό μέρος για να την θυμάμαι, όχι με την καρδιά μου. Είμαι ικανοποιημένη που τώρα θα μπορώ να έρχομαι εδώ», είπε η Σάσκια, που πλέον είναι 81 ετών.
Η πρωτοβουλία αυτή εντάσσεται στις πρόσφατες προσπάθειες που καταβάλλει το νοσοκομείο για «να αντιμετωπίσει το παρελθόν του», τόνισε η οργάνωση για τη Μνήμη της Γερμανικής Αντίστασης, που συνδιοργάνωσε την τελετή. Επειδή «πολλοί γιατροί σε διευθυντικές θέσεις, κατά την περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού μετέτρεψαν τις κλινικές και τα ινστιτούτα τους σε τόπους εφαρμογής της ρατσιστικής και καταστροφικής ιατρικής των Ναζί», πρόσθεσε.
Από τους αντιφρονούντες αυτούς δεν απέμειναν παρά μόνο 300 δείγματα ιστών, τοποθετημένα σε πλακάκια εργαστηρίου, τα οποία βρέθηκαν μέσα σε μικρά κουτιά από τους κληρονόμους του ανατόμου Χέρμαν Στίφε που την εποχή εκείνη έκανε πειράματα. Τα δείγματα, που σχεδόν δεν διακρίνονται δια γυμνού οφθαλμού, παραδόθηκαν το 2016 στον καθηγητή Αντρέας Βίνκελμαν, ώστε να προσπαθήσει να εξακριβώσει σε ποιους ανήκαν.
«Συνήθως δεν θεωρείται ότι αξίζει τον κόπο να ενταφιάζονται δείγματα τόσο μικροσκοπικά (…) όμως εδώ η ιστορία διαφέρει επειδή προέρχονται από ανθρώπους που σκόπιμα τους στέρησαν τον τάφο, ώστε οι συγγενείς τους να μην μάθουν πού βρίσκονται», είπε ο Βίνκελμαν στο Γαλλικό Πρακτορείο.
Αν και δεν κατάφερε να καθορίσει με ακρίβεια από πόσους ανθρώπους προέρχονταν αυτά τα 300 δείγματα, ο καθηγητής μπόρεσε να συνδέσει κάποια από αυτά με 20 ονόματα. Φάνηκε τότε ότι υπήρχε μια σαφής σχέση με τη φυλακή του Πλέτσενζεε, όπου από το 1933 μέχρι το 1945 απαγχονίστηκαν ή αποκεφαλίστηκαν από τους Ναζί περίπου 2.800 άνθρωποι.
Κατόπιν αιτήματος των οικογενειών, δεν δόθηκαν στη δημοσιότητα τα ονόματα των θυμάτων, τα λείψανα των οποίων ενταφιάστηκαν σήμερα. Είναι γνωστό όμως ότι τα περισσότερα ήταν γυναίκες. Κι αυτό γιατί ο Χέρμαν Στίφε, ο διευθυντής του Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ανατομίας του Βερολίνου από το 1935 μέχρι τον θάνατό του το 1952, είχε μια παράξενη ειδικότητα: μελετούσε τις επιπτώσεις του στρες και του φόβου στο γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα. Στο πλαίσιο των ερευνών του, ο επιστήμονας μελέτησε κυρίως ιστολογικά δείγματα από τα γεννητικά όργανα γυναικών που είχαν εκτελεστεί από τους Ναζί. Μεταξύ αυτών ήταν και 13 από τα 18 μέλη του αντιναζιστικού κινήματος «Κόκκινη Ορχήστρα», συμπεριλαμβανομένης και της Αμερικανίδας Μίλντρεντ Φις Χάρνακ, που αποκεφαλίστηκε το 1943 με διαταγή του ίδιου του Χίτλερ.
Σε αντίθεση με άλλους διαβόητους επιστήμονες, όπως ο Γιόζεφ Μένγκελε, ο αποκαλούμενος και «Άγγελος του Θανάτου» στο Άουσβιτς, ο Χέρμαν Στίφε δεν ήταν μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος και δεν έκανε πειράματα σε ζωντανούς ανθρώπους. Ήξερε όμως πολύ καλά από πού προέρχονταν τα «δείγματα» που μελετούσε.
Ο γιατρός «συνεργάστηκε με το ναζιστικό δικαστικό σύστημα για να προωθήσει τις έρευνές του», είπε ο Αντρέας Βίνκελμαν.
Τα πτώματα πιθανότατα ενταφιάζονταν σε ομαδικούς τάφους.
Μετά τον πόλεμο, ο Χέρμαν Στίφε δεν διώχθηκε από τη δικαιοσύνη και συνέχισε την καριέρα του, όπως πολλοί άλλοι επιστήμονες που εργάστηκαν για τους Ναζί. Μέχρι και σήμερα, τα συμπεράσματα των ερευνών του –παρά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγιναν– θεωρούνται σημαντικά για τη σύγχρονη γυναικολογία. Παραμένει επίσης «επίτιμο μέλος, μετά θάνατον» της Γερμανικής Εταιρείας Γυναικολογίας και Μαιευτικής.