Μία από τις χειρότερες θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη στην πολιτική εκπροσώπηση των γυναικών κατέχει η Βραζιλία. Μόνον δύο γυναίκες βρίσκονται επικεφαλής σε κάποιο υπουργείο, στη Γερουσία καταλαμβάνουν μόλις το 14,8% των εδρών, ενώ και στο Κοινοβούλιο η εκπρόσωποι θηλυκού γένους φθάνουν το 15%.
Όμως, παρά τις ισχνές αυτές ποσοστώσεις, η παρούσα πενιχρή τους εκπροσώπηση αποτελεί ένα ρεκόρ, κυρίως χάρη στον εκλογικό νόμο που ψηφίσθηκε το 1995, αλλά έλαβε υποχρεωτικό χαρακτήρα το 2008, για τη συμμετοχή γυναικών τουλάχιστον στο ένα τρίτο του ψηφοδελτίου κάθε κόμματος.
Επιπλέον, από το 2018 θεσπίσθηκε ότι το ένα τρίτο των κρατικών χρηματοδοτήσεων για τις εκλογές θα διατίθενται σε γυναικείες υποψηφιότητες. Όμως, τα κόμματα βρήκαν τρόπο, ώστε να μετατρέψουν τη νομοθεσία αυτή σε συστηματική μέθοδο για να καταχρώνται κρατικά χρήματα, μέσα από υποψηφιότητες-φαντάσματα, προκειμένου να χρηματοδοτούνται οι άλλοι άνδρες υποψήφιοι. Μία μέθοδος, που όχι μόνον διασπαθίζει το δημόσιο χρήμα, αλλά ταυτόχρονα παραβιάζει και τα δικαιώματα εκπροσώπησης των γυναικών.
Μόλις αποκαλύφθηκε η πολιτική λαθροχειρία αυτή, η αντίδραση των κομμάτων κυμάνθηκε από σιωπή και προτάσεις για κατάργηση του συστήματος των ποσοστώσεων, έως την παροχή αμνηστίας στα κόμματα που δεν πληρούν τις διατάξεις για την προώθηση των γυναικών στα ψηφοδέλτιά τους.
Οι κατηγορίες για ψεύτικες υποψηφιότητες είδαν το φως σε πολλές εφημερίδες της χώρας, όπως η Folha de Sao Paulo, στις αρχές Φεβρουαρίου και αμαύρωσαν ακόμη περισσότερο τις εντυπώσεις από τις εκλογές του Οκτωβρίου 2108, μία από τις πιο έντονες και πολωμένες αναμετρήσεις στην ιστορία της δημοκρατίας στη Βραζιλία.
Στις στήλες των εφημερίδων παρουσιάσθηκαν γυναίκες που χρησιμοποιήθηκαν ως υποψήφιες για να επωφεληθούν από τις επιχορηγήσεις τα κόμματα, αποδεικνύοντας την εξαπάτηση. Σύμφωνα με έρευνα των Μαλού Γκάτο και Κρίστιν Γουΐλι για λογαριασμό του BBC News και όπως αναμεταδίδει το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, το 35% των γυναικών υποψηφίων συγκέντρωσαν λιγότερες από 320 ψήφους.
Η στρατηγική αυτή, που έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον και σε άλλες εκλογικές αναμετρήσεις, δεν εξαιρεί κανένα από τα πολιτικά κόμματα, με το ακροδεξιό Φιλελευθέρο Κοινωνικό Κόμμα (PSL) του προέδρου Ζαΐχ Μπολσονάρου να κατέχει το μεγαλύτερο ποσοστό χρησιμοθηρικών υποψηφιοτήτων με 24 ύποπτες υποψηφιότητες γυναικών ανά μία ύποπτη υποψηφιότητα άνδρα.
Όπως τονίζουν οι Γκάτο και Γουΐλι από τον κανόνα δεν ξεφεύγουν ούτε τα κόμματα της Αριστεράς. Το Κόμμα των Εργατών, που διεκδίκησε την προεδρία στον β’ γύρο με τον Φερνάντου Ανταντζι, αριθμεί ποσοστό ύποπτων υποψηφιοτήτων ύψους 2,48. Οι δύο ερευνήτριες μέτρησαν ως ύποπτη κάθε υποψηφιότητα που, μολονότι έλαβε σημαντική επιχορήγηση για την εκστρατεία της, συγκέντρωσε έναν ασήμαντο αριθμό ψήφων -μικρότερο του 1% από τον υποψήφιο με τις λιγότερες ψήφους ανά κρατίδιο της χώρας.
Το σκάνδαλο «αγγίζει» υψηλόβαθμα στελέχη
Μάλιστα, μία από τις περιπτώσεις που ερευνάται από την Αστυνομία, είναι αυτή της Μαρία Λούρντζις ντε Παϊσάου, υποτιθέμενη υποψήφια του κόμματος του Μπολσονάρου στο κρατίδιο του Περναμπούκου. Η ντε Παϊσάου έλαβε επιχορήγηση 400.000 ρεάις (90.840 ευρώ) -δηλαδή περισσότερα χρήματα κι από τον ίδιο τον Μπολσονάρου- τρεις ημέρες πριν τις εκλογές για να χρηματοδοτήσει μία εκστρατεία που της απέφερε λιγότερες από 300 ψήφους. Η ίδια απάντησε στους αστυνομικούς πως δεν θυμάται καλά τις λεπτομέρειες.
Το σκάνδαλο προκάλεσε τον Φεβρουάριο την παραίτηση του Γκουστάβου Μπεμπιάνου, υπουργού της γ.γ. της Προεδρίας και επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του Μπολσονάρου. Το ίδιο σκάνδαλο έχει φέρει σε δύσκολη θέση και τον υπουργό Τουρισμού, Μαρσέλου Άλβαρου Αντόνιου, πρώην ηγετικού στελέχους του PSL στο Μίνας Ζεράις, που κατηγορείται ότι συμμετείχε στην εκστρατεία για διασπάθιση κονδυλίων για υποψήφιες προς όφελος επιχειρήσεων και προσώπων που επρόσκειντο σε αυτόν.
Την ώρα που οι έρευνες στο Μίνας Ζεράις είχαν δρομολογηθεί, η βουλευτής του PSL, Αλέ Σίλβα, κατήγγειλε στις 13 Απριλίου ότι δεχόταν απειλές από μέρους του Αντόνιου για τις δηλώσεις της που επιβεβαίωναν την απάτη. Ο ίδιος ο υπουργός αρνείται τις κατηγορίες.
Το Ειδικό Ταμείο Χρηματοδότησης Εκστρατείας (FEFC) θεσπίσθηκε το 2017, μετά την κατάργηση της δωρεάς σε κόμματα από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Με τον τρόπο αυτό, πάνω από 1,7 δισ. ρεάις (386 εκατ. ευρώ) από τα δημόσια ταμεία διανεμήθηκαν σε 35 κόμματα για τις εκλογές του 2018. Η μόνη ρήτρα για την είσπραξη της αναλογούσας επιδότησης ήταν το 30% των χρηματοδοτήσεων να διατεθούν για τη στήριξη των γυναικών υποψηφίων και άλλο ένα 5% να επενδυθεί σε προγράμματα για τη συμμετοχή τους στα πολιτικά δρώμενα.
Πολλά από τα κόμματα δεν εκπλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους. Από την πρώτη ημέρα της προεδρίας του, ο Μπολσονάρου μάλιστα κατέθεσε ένα νομοσχέδιο για τη μεταρρύθμιση των υποχρεώσεων αυτών, για παροχή αμνηστίας στα κόμματα που τις παραβίασαν και για την δυνατότητα πληρωμής των προστίμων που θα τους επιβληθούν με τα χρήματα που έλαβαν από το Ταμείο Χρηματοδότησης. Το νομοσχέδιο ψηφίσθηκε στις 16 Απριλίου, αλλά ακόμη απομένει να κυρωθεί από τη Γερουσία, ενώ στις 24 Απριλίου καταψηφίσθηκε άλλο νομοσχέδιο που κατέθεσε ο Μπολσονάρου για κατάργηση της ποσόστωσης στις γυναικείες υποψηφιότητες.
Σύμφωνα με έρευνα της DataSenado, το 41% των γυναικών που αποσύρονται από την πολιτική ζωή, το πράττουν εξαιτίας της ελλειπούς στήριξής τους από το ίδιο τους το κόμμα, σύμφωνα με την πολιτική αναλύτρια Βλάβια Μπόζα Μάρτινς, που χαρακτηρίζει το γεγονός αυτό «αντανάκλαση του μισογυνικού συστήματος που δυσκολεύει την είσοδο, παραμονή και συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική σφαίρα».
Σύμφωνα με άλλα στοιχεία, η Βραζιλία, με ποσοστό 15%, είναι μαζί με την Παραγουάη στη χειρότερη θέση στην κατάταξη των κρατών της Λατινικής Αμερικής για την πολιτική συμμετοχή των γυναικών. Ποσοστό που είναι το μισό του μέσου όρου (30,6%) όσον αφορά τα περιφερειακά στοιχεία της αμερικανικής ηπείρου και 10 μονάδες κάτω από τον παγκόσμιο μέσον όρο (24,3%).