Η Ισλανδία είχε το δικαίωμα, όταν οι τράπεζές της κατέρρευσαν τον Οκτώβριο του 2008, να αρνηθεί να αποζημιώσει τους ξένους αποταμιευτές, αποφάνθηκε το δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Ανταλλαγών (AELE), απορρίπτοντας τα επιχειρήματα της Βρετανίας και της Ολλανδίας.
Η απόφαση αναμενόταν για να γίνει γνωστό αν οι χρεοκοπημένες τράπεζες πρέπει ή όχι να διασώζονται με δημόσιο χρήμα. Μετά την χρεοκοπία της μεγαλύτερης ιδιωτικής τράπεζας της χώρας, της Landsbanki, η Ισλανδία αναγκάσθηκε να εθνικοποιήσει επειγόντως το τραπεζικό σύστημά της, χωρίς να μπορεί να απαντήσει στις ανησυχίες των καταθετών της Icesave, μιας «online» τράπεζας θυγατρικής της Landsbanki την οποία προτιμούσαν οι βρετανοί και οι ολλανδοί αποταμιευτές. Την εποχή του κραχ, η Icesave είχε καταθέσεις σχεδόν 4 δισ. ευρώ.
Οι κυβερνήσεις της Βρετανίας και της Ιρλανδίας είχαν αποζημιώσει τότε πλήρως τους αποταμιευτές της Icesave και στη συνέχεια είχαν στείλει το λογαριασμό στο Ρέικιαβικ. Όμως, το 2010 και στη συνέχεια το 2011 οι Ισλανδοί είχαν αρνηθεί με δημοψήφισμα τις ρυθμίσεις της αποζημίωσης που είχαν συμφωνηθεί με το Λονδίνο και τη Χάγη, υποστηρίζοντας δεν έχουν τη νομική υποχρέωση να αναλάβουν τις ζημιές μιας ιδιωτικής τράπεζας.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσέφυγε στο δικαστήριο της AELE για παραβίαση της ευρωπαϊκής οδηγίας σχετικά με την εγγύηση των καταθέσεων, η οποία υποχρεώνει να εξασφαλίζεται ένα ελάχιστο 20.000 ευρώ σε κάθε καταθέτη μιας τράπεζας που χρεοκοπεί.
Σύμφωνα με την Ισλανδία, η ευρωπαϊκή οδηγία υποχρεώνει το κράτος να δημιουργήσει ένα ταμείο εγγύησης των καταθέσεων, αλλά όχι να το εγγυηθεί με δημόσια χρήματα.