Οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Ισλανδίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν εισέλθει σε μια «αποφασιστική φάση», εκτίμησαν χθες ευρωπαίοι διαπραγματευτές κατά το τέλος της 5ης συνόδου της Διάσκεψης ένταξης σε υπουργικό επίπεδο.
Οι εκπρόσωποι του Ρέικιαβικ και των Βρυξελλών άνοιξαν έξι νέα θεματικά κεφάλαια διαπραγματεύσεων που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, τη φορολογία, την οικονομική και νομισματική πολιτική, την περιφερειακή πολιτική, το περιβάλλον και τις εξωτερικές σχέσεις.
Ανάμεσα στα κεφάλαια αυτά, το μόνο που θα μπορούσε να δημιουργήσει πρόβλημα είναι εκείνο για το περιβάλλον, λόγω της διαφοράς μεταξύ της Ισλανδίας και της ΕΕ για την φαλαινοθηρία, αναφέρει η ΕΕ σε ανακοίνωσή της. Η φαλαινοθηρία απαγορεύεται από την ΕΕ, αλλά ασκείται στην Ισλανδία.
Αφότου η ΕΕ ξεκίνησε τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ισλανδία τον Ιούλιο του 2010, 27 από τα 35 κεφάλαια των διαπραγματεύσεων έχουν ανοίξει, ενώ 11 κεφάλαια έχουν κλείσει προσωρινά.
Η Ισλανδία πληροί ήδη ένα μεγάλο μέρος από τους κανόνες και τις προδιαγραφές της ΕΕ, λόγω της συμμετοχής της στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ).
«Η σημερινή σύνοδος ήταν ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ισλανδία», εκτιμά το ευρωπαϊκό Συμβούλιο σε ανακοίνωσή του. Οι διαπραγματεύσεις προχωρούν καλά και οι δύο εταίροι έχουν εισέλθει σε μια «αποφασιστική φάση», προσθέτει το Συμβούλιο, επισημαίνοντας παράλληλα ότι παραμένουν «δύσκολα κεφάλαια» που πρέπει να εξεταστούν.
Η κύρια διαφορά ανάμεσα στο Νησί του βόρειου Ατλαντικού και την ΕΕ αφορά την αλιεία, καθώς το κεφάλαιο που αφορά αυτόν τον τομέα δεν έχει ακόμα υποστεί επεξεργασία.
«Ο σκοπός της κυβέρνησης της Ισλανδίας είναι να επιτύχει την καλύτερη δυνατή συμφωνία για να την υποβάλει στη συνέχεια στην ετυμηγορία του λαού της, ο οποίος θα πρέπει να αποφασίσει με δημοψήφισμα», είπε ο Ισλανδός Υπουργός Εξωτερικών Εσουρ Σκαρπέντινσον ο οποίος ηγήθηκε της αντιπροσωπείας της Ισλανδίας.
Η Ισλανδία υπέβαλε αίτηση για ένταξη το 2009, αφότου είδε την οικονομία της να βυθίζεται σε βαθιά ύφεση η οποία προκλήθηκε από την κατάρρευση του υπερχρεωμένου τραπεζικού της τομέα.