Η ανάπτυξη της παγκόσμιας αγροτικής παραγωγής θα επιβραδυνθεί από φέτος ως το 2021, έπειτα από μια εξαιρετική δεκαετία που όμως ήταν «μη βιώσιμη» σε πολυάριθμες αναπτυσσόμενες χώρες, προέβλεψε σήμερα ο Οργανισμός του ΟΗΕ για την Γεωργία και τα Τρόφιμα (FAO).
«Η μέση παγκόσμια ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής θα επιβραδυνθεί ως το 2012 στο 1,7% κατ’ έτος, από 2,6% κατά την διάρκεια της περιόδου 2000-2012», ανέφερε ο FAO στην ετήσια έκθεσή του για τον επισιτισμό και την γεωργία που παρουσιάζεται αύριο στην έδρα του στη Ρώμη.
Τα στοιχεία για την περίοδο αυτή δείχνουν μια μεγάλη ανομοιομορφία καθώς στη Λατινική Αμερική, η γεωργική παραγωγή αυξήθηκε αλματωδώς κατά περισσότερο από 50% μέσα σε 12 χρόνια και πάνω από 70% στη Βραζιλία• κατά περισσότερο από 40% στην υποσαχάρεια Αφρική, στην Ανατολική Ευρώπη και στην κεντρική Ασία. Αντιθέτως, δεν αυξήθηκε παρά μόλις 20% στις Ηνωμένες Πολιτείες και 6% στην Δυτική Ευρώπη, ανέφερε ο FAO.
Εξάλλου ο FAO υπογραμμίζει την εκρηκτική αύξηση της παραγωγής βιοκαυσίμων τα τελευταία 15 χρόνια στη Βόρεια Αμερική, στη Βραζιλία και στις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, μεταξύ του 2000 και του 2012 η παραγωγή αιθανόλης στις Ηνωμένες Πολιτείες αυξήθηκε κατά 780% και στη Βραζιλία 140%.
Το 2012, σημείωσε ο οργανισμός, η παραγωγή αυτή απορρόφησε πάνω από την μισή παραγωγή ζαχαροκάλαμου στη Βραζιλία και το 37% αυτών που αποκαλεί δευτερεύοντα δημητριακά και καλλιεργήθηκαν στις ΗΠΑ. Η παραγωγή ντίζελ «απορρόφησε περίπου το 80% των φυτικών ελαίων στην ΕΕ».
«Στην διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας ο τομέας (των βιοκαυσίμων) έγινε η κύρια πηγή της επιπρόσθετης ζήτησης αγροτικών προϊόντων και αποτελεί ένα ‘νέο θεμελιώδη παράγοντα της αγοράς’», συμπεραίνει ο οργανισμός.
Σήμερα, «περίπου το 25% των αγροτικών γαιών του πλανήτη είναι έντονα υποβαθμισμένες», σημειώνει ακόμη, και οι «πιέσεις έχουν φθάσει σε κρίσιμο επίπεδο σε ορισμένες περιοχές», ενώ «οι κλιματικές αλλαγές αναμένεται να επιδεινώσουν την κατάσταση», προσθέτει ο FAO, προειδοποιώντας και κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για την «εξάντληση των φυσικών πόρων».
Καθώς «η πλειονότητα των καλύτερων γαιών του κόσμου ήδη χρησιμοποιούνται για γεωργικούς σκοπούς», ανέφερε επιπλέον, αυτές που θα μπορούσαν να βρεθούν στο μέλλον, κυρίως στη Νότια Αμερική και στην υποσαχάρια Αφρική, βρίσκονται σε απομακρυσμένες περιοχές, δυσπρόσιτες, μακριά από οικισμούς κι υποδομές, άρα χρειάζονται επενδύσεις.
Αυτές ακριβώς όμως είναι που «αποτελματώθηκαν ή ακόμη και μειώθηκαν κατά την διάρκεια των 30 τελευταίων ετών», ειδικά εκεί όπου οι πληθυσμοί είναι πιο εκτεθειμένοι «στην ακραία φτώχεια, στη νότια Ασία και στην υποσαχάρια Αφρική».
Ο FAO τονίζει πως «ο πληθωρισμός στις τιμές των τροφίμων σε μεγάλο βαθμό υπερέβη τον πληθωρισμό που καταγράφεται στις τιμές άλλων ειδών κατανάλωσης, ξεπερνώντας τις 30 μονάδες σε δώδεκα χώρες», περιλαμβανομένων της Κίνας, της Ρουάντας και της Ταϊλάνδης.
Η αύξηση αυτή, σύμφωνα με την έκθεση, εξηγείται κυρίως από την δημογραφική ανάπτυξη, την αύξηση των εισοδημάτων των κατοίκων τους, την μετακίνηση πληθυσμών από τις επαρχίες στις πόλεις και την μεταβολή των διατροφικών συνηθειών που έχει σημειωθεί στις χώρες του νότου, καθώς και τις συνέπειες των κλιματικών ανωμαλιών.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του FAO που δημοσιεύτηκαν τον Οκτώβριο, σχεδόν 870 εκατ. άνθρωποι μαστίζονται από την πείνα σε παγκόσμιο επίπεδο και ο αριθμός αυτός έχει πάψει να μειώνεται, ειδικά στην Αφρική.
Ο οργανισμός αυτός του ΟΗΕ αναφέρει στην ετήσια έκθεσή του (The State of Food and Agriculture 2012) ότι οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να επιτύχουν πολύ καλύτερα αποτελέσματα στον αγώνα εναντίον της φτώχειας και της πείνας εάν ξόδευαν λιγότερα σε βραχυπρόθεσμα μέτρα όπως οι επιδοτήσεις προϊόντων ή οι αποζημιώσεις σε περιπτώσεις καταστροφών και περισσότερα σε πιο μακροπρόθεσμου χαρακτήρα μέτρα, όπως οι επενδύσεις στην έρευνα.
Πολλές αναπτυσσόμενες χώρες βοηθούν τους αγρότες να αγοράζουν σπόρους και λιπάσματα σε μειωμένες τιμές. Στην Ζάμπια για παράδειγμα το 37% του προϋπολογισμού για την γεωργία ξοδεύτηκε γι’ αυτό το 2005, ενώ στην Ινδία για αυτούς τους σκοπούς δαπανήθηκε το 75% του γεωργικού προϋπολογισμού, σύμφωνα με τα δεδομένα για το έτος 2002. «Αυτές οι επιχορηγήσεις μπορεί να είναι πολιτικά δημοφιλείς αλλά δεν αποτελούν συνήθως την καλύτερη δυνατή χρήση των δημοσίων κεφαλαίων», σχολίασε ο FAO.
Το να μετακινηθεί μόλις το 10% των δαπανών για τη γεωργία πέρα από τις επιχορηγήσεις, προς όφελος «δημοσίων αγαθών» όπως η έρευνα, οι πιο αποτελεσματικές καλλιέργειες, βελτιωτικά οδικά έργα, εκπαίδευση κ.ά. θα αύξανε «τα κατά κεφαλήν γεωργικά εισοδήματα κατά 5%», υπολόγισε.
Οι επενδύσεις στη γεωργία πρέπει να αυξηθούν σημαντικά ώστε να μειωθεί η πείνα, τόνισε ο οργανισμός, καθώς ο ένας στους οκτώ πολίτες στον πλανήτη αντιμετωπίζει το φάσμα του χρόνιου υποσιτισμού σήμερα.
«Οι αγρότες πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο οποιασδήποτε στρατηγικής για την αύξηση των επενδύσεων στον τομέα», επισήμανε ο FAO, αφού οι επενδύσεις των ιδίων των γεωργών, όπως πρόσθεσε, είναι υπερτριπλάσιες από όλες τις άλλες επενδύσεις από άλλες πηγές μαζί περιλαμβανομένης της συνεισφοράς ξένων δωρητών, επενδυτών και κυβερνήσεων.