Υπέρ-τετραπλασιάστηκε ο αριθμός των τρομοκρατικών επιθέσεων τη δεκαετία που ακολούθησε τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, σύμφωνα με μελέτη (Global Terrorist Index) που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα. Οι σημαντικότερες εστίες εντοπίζονται στο Ιράκ, το Αφγανιστάν και το Πακιστάν.
Ο ετήσιος αριθμός των θανατηφόρων τρομοκρατικών επιθέσεων κορυφώθηκε το 2007 στην κλιμάκωση του πολέμου στο Ιράκ, και έκτοτε μειώνεται.
Σύμφωνα με τη μελέτη, ο αριθμός των νεκρών από τις τρομοκρατικές επιθέσεις έφθασε το 2011 τις 7.473, μειωμένος κατά 25% σε σχέση με το 2007. Στον αριθμό αυτόν των θυμάτων περιλαμβάνονται οι βομβιστές αυτοκτονίας και άλλοι δράστες τρομοκρατικών επιθέσεων.
Το Ιράκ, το Πακιστάν, το Αφγανιστάν, η Ινδία και η Υεμένη είναι οι πέντε χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από την τρομοκρατία, αναφέρει δημοσίευμα του ΑΜΠΕ.
Η μελέτη Global Terrorist Index, που δημοσιεύεται από το Ινστιτούτο Οικονομικών και Ειρήνης, με έδρα την Αυστραλία, συμπεραίνει ότι οι αμερικανικές στρατιωτικές επεμβάσεις στο πλαίσιο του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» επιδείνωσαν την κατάσταση, ενώ είναι αδύνατον να στοιχειοθετηθεί ότι κατέστησαν ασφαλέστερο το ίδιο το αμερικανικό έδαφος.
«Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, η τρομοκρατική δραστηριότητα μειώθηκε στα επίπεδα προ του 2000 μέχρι την εισβολή στο Ιράκ και έκτοτε κλιμακώθηκε δραματικά», δήλωσε ο Στιβ Κίλιλι, ιδρυτής και πρόεδρος του Ινστιτούτου.
«Στο Ιράκ αναλογεί το ένα τρίτο του συνόλου των θανάτων από τρομοκρατικές επιθέσεις κατά την περασμένη δεκαετία, και στο Ιράκ, στο Πακιστάν και στο Αφγανιστάν καταγράφεται το 50% των θυμάτων τρομοκρατικών επιθέσεων κατά την ίδια περίοδο» πρόσθεσε.
Η κλιμάκωση των επιθέσεων στο Αφγανιστάν και το Πακιστάν καταγράφηκε μετά τον πόλεμο στο Ιράκ και ταυτόχρονα με την κλιμάκωση των υπό την ηγεσία των ΗΠΑ στρατιωτικών επιχειρήσεων του ΝΑΤΟ και της πακιστανικής κυβέρνησης αντίστοιχα.
Η μελέτη δείχνει ότι οι ξένες δυνάμεις πρέπει να το σκέφτονται δύο φορές πριν αποφασίσουν να πραγματοποιήσουν στρατιωτική επέμβαση, δήλωσε ο Στιβ Κίλιλι, ακόμη και σε χώρες όπως η Συρία, που πλήττονται από εκτεταμένες αιματηρές συγκρούσεις. Μέχρι τον τερματισμό των στρατιωτικών επιχειρήσεων σε αυτές τις περιπτώσεις, οι τρομοκρατικές επιθέσεις αυξάνονται.
Η σοβαρότερη επιδείνωση της κατάστασης το 2011 συνέβη στη Συρία και την Υεμένη, σύμφωνα με τη μελέτη που διαπιστώνει δραματική αύξηση των δραστηριοτήτων που συνδέονται με την Αλ Κάιντα στην Υεμένη, ενώ στη Συρία καταγράφεται η μετατροπή των επιχειρήσεων των σύρων ανταρτών κατά του καθεστώτος Ασαντ σε επιθέσεις αυτοκτονίας και βομβιστικές επιθέσεις.
Σύμφωνα με τη μελέτη, το 2002 σημειώθηκαν 982 τρομοκρατικές επιθέσεις που προκάλεσαν τον θάνατο 3.823 ανθρώπων, ενώ το 2011 οι τρομοκρατικές επιθέσεις είχαν αυξηθεί σε 4.564 παγκοσμίως με 7.473 νεκρούς.
Από τις 158 χώρες που εξετάσθηκαν στην έρευνα, μόνο σε 31 δεν έχουν καταγραφεί περιστατικά που χαρακτηρίζονται «τρομοκρατικές ενέργειες» . Ακόμη και αν συμπεριληφθούν οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη και την Ουάσινγκτον, η Βόρεια Αμερική είναι η λιγότερο πληγείσα περιοχή κατά την περίοδο που εξετάζει η μελέτη.
Οι Δυτικοευρωπαίοι έχουν 19 φορές περισσότερες πιθανότητες να χάσουν τη ζωή τους σε μία τρομοκρατική επίθεση από ό,τι οι Βορειοαμερικανοί, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης. Εκτός από τις Ηνωμένες Πολιτείες, η θέση των οποίων στην κατάταξη βελτιώθηκε θεαματικά όταν τα στοιχεία από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου σταμάτησαν να λαμβάνονται υπ΄όψιν μετά την παρέλευση της υπό μελέτη δεκαετίας, η μεγαλύτερη βελτίωση σε δεκαετή πάντα βάση έχει καταγραφεί στην Αλγερία και την Κολομβία.