Η Πακιστανή Άσια Μπίμπι, που αθωώθηκε την Τετάρτη για την κατηγορία της βλασφημίας σε βάρος του προφήτη Μωάμεθ, για την οποία είχε καταδικαστεί σε θάνατο, είναι μια χριστιανή ταπεινής καταγωγής και τίποτα δεν προμήνυε ότι μια μέρα θα αναδεικνυόταν σε σύμβολο του αγώνα για τα δικαιώματα των θρησκευτικών μειονοτήτων.
Για αυτήν την αγράμματη μητέρα, που κατάγεται από την επαρχία του Πουντζάμπ και σήμερα είναι περίπου 50 χρονών, ο εφιάλτης ξεκίνησε το 2009, όταν καυγάδισε με δυο γειτόνισσές της ενώ δούλευαν στα χωράφια. Επικαλούμενες θρησκευτικούς λόγους, οι δύο μουσουλμάνες αρνήθηκαν να μοιραστούν μαζί της ένα ποτήρι νερό. Λίγες ημέρες αργότερα, αφηγήθηκαν το περιστατικό σε έναν ιμάμη της περιοχής, ο οποίος κατηγόρησε την Άσια Μπίμπι ότι «προσέβαλε» τον προφήτη, κάτι που η ίδια αρνιόταν ανέκαθεν, όπως μεταδίδει το Γαλλικό Πρακτορείο και αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ο ιμάμης απευθύνθηκε στην αστυνομία, που ξεκίνησε έρευνα για την υπόθεση. Η Άσια Μπίμπι συνελήφθη και παραπέμφθηκε με βάση το άρθρο 295 C του ποινικού κώδικα του Πακιστάν, που προβλέπει τη θανατική ποινή για περιπτώσεις βλασφημίας.
Το 2010 η Μπίμπι καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού και όλες οι εφέσεις της απορρίφθηκαν, η μία μετά την άλλη.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, η Άσια Μπίμπι, που πάσχει από άσθμα, προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο. Η πρώτη εκδίκαση της υπόθεσής της, το 2016, ματαιώθηκε καθώς την τελευταία στιγμή παραιτήθηκε ο ένας από τους τρεις δικαστές.
Κατά τη διάρκεια των ετών που η γυναίκα έδινε τον αγώνα της στα δικαστήρια, η περίπτωσή της αναδείχτηκε σε σύμβολο της ανεξέλεγκτης χρήσης του νόμου που αφορά τη βλασφημία στο Πακιστάν. Συχνά, σύμφωνα με όσους διαφωνούν και ζητούν την κατάργησή του, ο νόμος αυτός χρησιμοποιείται από ανθρώπους που εκτοξεύουν ψευδείς κατηγορίες για να βλάψουν εκείνους με τους οποίους έχουν προσωπικές διαφορές.
Η οικογένεια της Άσια Μπίμπι δεχόταν επίσης απειλές και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την περιοχή. Ο σύζυγός της, ο Ασίκ Μασίχ, κατέφυγε σε μια λαϊκή συνοικία της Λαχόρης, όπου ζούσε μαζί με τις δύο μικρότερες κόρες του, την Έσα και την Έχσαμ.
«Ο μπαμπάς μου έλεγε να μην βγαίνω έξω, ότι η κατάσταση έξω ήταν πόλύ άσχημη», έλεγε η Έσχαμ το 2016, σε μια περίοδο που η οικογένεια αισθανόταν ιδιαίτερα απειλημένη. «Μέναμε συνεχώς μέσα», συνέχισε, παραδεχόμενη ότι φοβόταν πολύ. «Μια μέρα, ήρθε ένας και με ρώτησε: εσύ είσαι η κόρη της Άσια Μπίμπι;», συνέχισε.
Στο μεταξύ, η Άσια Μπίμπι, η υπόθεση της οποίας κίνησε το ενδιαφέρον πολλών Δυτικών ηγετών, αλλά και του πάπα Βενέδικτου και του διαδόχου του, πάπα Φραγκίσκου, είχε μεταφερθεί στην απομόνωση, στις γυναικείες φυλακές του Μουλτάν, καθώς εκφράζονταν φόβοι για την ασφάλειά της.
Ένας από τους υπερασπιστές της, ο πρώην κυβερνήτης της επαρχίας του Πουντζάμπ Σαλμάν Τασίρ –ένας από τους ελάχιστους πολιτικούς που τόλμησαν να την στηρίξουν ανοιχτά– δολοφονήθηκε το 2011 από έναν σωματοφύλακά του που τον γάζωσε με 29 σφαίρες. Ο δολοφόνος, ο Μουμτάζ Κάντρι, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε το 2016, γεγονός που προκάλεσε την οργή των εξτρεμιστών. Ζητούσαν έκτοτε να εκτελεστεί με τη σειρά της και η χριστιανή. Σήμερα, μόλις έγινε γνωστή η δικαστική απόφαση, κατέβηκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν.
Προς το παρόν, είναι άγνωστο τι θα απογίνει η Άσια Μπίμπι αφού αποφυλακιστεί, κάτι που αναμένεται να γίνει τις επόμενες ημέρες.
«Δεν το πιστεύω αυτό που ακούω. Θα βγω; Πραγματικά, θα με αφήσουν;», ήταν η πρώτη αντίδρασή της σήμερα, όταν ο δικηγόρος της την ενημέρωσε τηλεφωνικά για την απόφαση.
«Η Άσια δεν μπορεί να μείνει στο Πακιστάν», επεσήμανε ο σύζυγός της.