Με ευχαριστίες προς τον Ομοσπονδιακό Πρόεδρο της Γερμανίας Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ για την επίσημη πρόσκληση αλλά και κατηγορίες προς την χώρα για «ρατσισμό» σε βάρος του ποδοσφαιριστή Μεσούτ Έζιλ «μας», ολοκλήρωσε ο τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν την επίσκεψή του στην Γερμανία, την οποία χαρακτήρισε «επιτυχή», καθώς οι συνομιλίες του, τόσο με τον Πρόεδρο όσο και με την Καγκελάριο ‘Αγγελα Μέρκελ έγιναν, όπως είπε, σε κλίμα εμπιστοσύνης και ήταν αποδοτικές – παρά τις δυσκολίες.
Η επίσκεψή μου «εμβάθυνε τις τουρκογερμανικές σχέσεις. Συζητήσαμε με ειλικρίνεια για σημαντικά θέματα, μεταξύ άλλων για οικονομικές επενδύσεις και για το πώς μπορεί κανείς να πολεμήσει αποτελεσματικά τον ρατσισμό και την ισλαμοφοβία», δήλωσε ο κ. Ερντογάν εγκαινιάζοντας το μεγαλύτερο μουσουλμανικό τέμενος της Γερμανίας, στην Κολωνία και ζήτησε μεγαλύτερη ενίσχυση των προσπαθειών ενσωμάτωσης για τους ομοεθνείς του – και μέσω της διπλής υπηκοότητας. «Βλέπουμε το μέλλον των αδελφών μας εδώ, αλλά θα πρέπει να αναλάβουμε κοινή δράση εναντίον του ρατσισμού», πρόσθεσε και αναφέρθηκε στην περίπτωση του τουρκικής καταγωγής διεθνούς ποδοσφαιριστή της Γερμανίας, Μεσούτ Έζιλ, ο οποίος είχε δεχθεί έντονη κριτική από την γερμανική κοινή γνώμη όταν φωτογραφήθηκε με τον Ταγίπ Ερντογάν στο Λονδίνο. Ο κ. Έζιλ, μετά το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Ρωσίας και την κακή εμφάνιση της ομάδας, δήλωσε ότι αποχωρεί από το ομοσπονδιακό συγκρότημα, διαμαρτυρόμενος ότι «όταν κερδίζουμε είμαι Γερμανός, αλλά όταν χάνουμε είμαι ξένος». «Τώρα επειδή έβγαλα μια φωτογραφία με τον Μεσούτ μας και τον Ιλκάν μας (ενν. τον Ιλκάι Γκιουντογκάν, διεθνή ποδοσφαιριστή της Γερμανίας ο οποίος είχε επίσης φωτογραφηθεί με τον τούρκο Πρόεδρο), αυτοί υφίστανται κοινωνικό αποκλεισμό. Αυτόν τον αποκλεισμό εγώ, ως Πρόεδρός τους, δεν μπορώ να τον δεχτώ. Αυτό ήταν ρατσισμός», τόνισε ο Ταγίπ Ερντογάν.
Ο τούρκος Πρόεδρος ευχαρίστησε πάντως τους γερμανούς πολιτικούς και την κοινωνία των πολιτών για την υποστήριξή τους στην ανέγερση του τζαμιού, καθώς υπήρχαν έντονες αντιδράσεις από διάφορους κύκλους. «Μίλησαν οι καρδιές. Μουσουλμάνοι και μη μουσουλμάνοι πρέπει να συμβιώνουν ειρηνικά», δήλωσε και τόνισε ότι «το τέμενος, πηγή υπερηφάνειας για τους μουσουλμάνους της Γερμανίας, ανήκει σε όλους, δεν υπάρχει εδώ κανένας περιορισμός και καμία διάκριση» – ούτε για τις γυναίκες ούτε για τους μη-μουσουλμάνους, είπε χαρακτηριστικά.
Ο κ. Ερντογάν δεν παρέλειψε να αναφερθεί για μία ακόμη φορά στους «εχθρούς της Τουρκίας, τους τρομοκράτες που επιτίθενται εναντίον μας με τεθωρακισμένα και με F-16», ενώ επανέλαβε την κατηγορία ότι οι τρομοκράτες κυκλοφορούν ελεύθερα στην Γερμανία. «Δεν μπορεί οι δολοφόνοι να κυκλοφορούν ελεύθερα στην Ευρώπη», τόνισε.
Στην τελετή των εγκαινίων του τεμένους Ditib παρευρέθησαν τελικά 500 άτομα με προσωπικές προσκλήσεις, ενώ μόλις χθες το βράδυ ακυρώθηκε η συγκέντρωση των οπαδών του κ. Ερντογάν έξω από το τζαμί, για λόγους ασφαλείας. Οι διοργανωτές μιλούσαν για 25.000 άτομα, αλλά δεν κατάφεραν να καταθέσουν στις τοπικές αρχές κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο για την περιφρούρηση της συγκέντρωσης. Ακόμη και χωρίς την ανοιχτή συγκέντρωση πάντως, τα μέτρα ασφαλείας που ελήφθησαν για την ολιγόωρη παραμονή του τούρκου Προέδρου στην Κολωνία δεν έχουν κανένα προηγούμενο για την πόλη. Περισσότεροι από 3000 αστυνομικοί είχαν αναλάβει την υλοποίηση του σχεδίου ασφαλείας, τόσο για την μετακίνηση της τουρκικής αντιπροσωπείας όσο και για την διαδήλωση διαμαρτυρίας που είχε προγραμματιστεί την ίδια ώρα.
Στην εκδήλωση δεν παρέστησαν γερμανοί πολιτικοί, ωστόσο ο Πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας ‘Αρμιν Λάσετ υποδέχθηκε τον Ταγίπ Ερντογάν στο αεροδρόμιο και είχε μαζί του συνάντηση μίας ώρας. Μετά την συνάντηση, ο κ. Λάσετ δήλωσε ότι συζητήθηκαν οι οικονομικές σχέσεις του κρατιδίου με την Τουρκία, ενώ τόνισε ότι έθεσε στον συνομιλητή του και το ζήτημα της θρησκευτικής ελευθερίας και της ελευθερίας του Τύπου στην Τουρκία. «Πρέπει να επιστρέψουμε σε κατάσταση εφαρμογής του Κράτους Δικαίου. Αυτό θα είναι προς το συμφέρον όλων και αποτελεί προϋπόθεση για την ενίσχυση των οικονομικών και των πολιτικών σχέσεων των δύο χωρών. Είμαι της άποψης ότι σε δύσκολους καιρούς μπορεί κανείς να επιτύχει περισσότερα με τον διάλογο», δήλωσε ο χριστιανοδημοκράτης πολιτικός.